Category: Περί ανέμων γράφω
Για να πω πως έρκουνται Χριστούγεννα
Έφευκα που την Λεμεσό τζαι πάεννα έσσω μου, Σκάλα. Εσταμάτησα σε ένα φούρνο να πιάχω ένα καφέ. Πόξω που τον φούρνο εκάθετουν ένας τζαι εσιουμάλιζεν ένα κάττο. Πρέπει να ‘ταν
Πόσο γελοίος μπορεί να είσαι τελικά;
Μπήκα στον παιχνιδότοπο με τα μικρά μου. Τρελή χαρά. Έβγαλαν παπούτσια και έτρεξαν στους περίεργους λαβύρινθους που χάνονται στα χρώματα. Έσκυψα, πήρα τα παπούτσια και πήγα να κάτσω. Μισώ τους
Αναμένοντας στην πόρτα για την δίκη
– Αντιλαμβάνεσαι που βρίσκεσαι; – Ναι. – Πιστεύεις ότι ξέρω τα πάντα για ‘σένα; – Δεν ξέρω. Ίσως. Nα είμαι ειλικρινείς, δεν πιστεύω σε τέτοια. – Ήσουν θρήσκος; – Κάποτε
Απλά δεν πίστευα
Το πρωί ξυπνούσα, ντυνόμουν με την ησυχία μου έβγαινα έξω περίμενα στην στάση. Τα μικρά, συνήθως κοιμόντουσαν. Κάποτε με έπαιρναν είδηση, ξυπνούσαν. Αυτός, έτρεχε ξοπίσω μου με τραβούσε απ’ τα
Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν ίσοι
Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν ίσοι, ποτέ. Γεννιόμαστε ίσοι, αλλά μόνο για μια στιγμή. Αμέσως, η χώρα, η γειτονιά, το θρήσκευμα, ο βίος των γονέων σου, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό
Κουράστηκες, το ξέρω
Έρχεσαι στο σπίτι από μια άσχημη μέρα. Στον καναπέ σκέφτεσαι πόσο χάλια είναι η ζωή σου. Τα παιδιά δεν σου δίνουν σημασία γιατί απλά δεν τους δίνεις και ‘συ. Δεν
Με κουράζει
Ήρθα για καφέ. Κάθισα. Έπιασα πάλι το κινητό. Το κρατάνε και οι δίπλα. Όλοι, με ένα κινητό. Διαβάζω τις ίδιες ειδήσεις, ξανά και ξανά. Κάθε μέρα τα ίδια. Αλλά δεν
Θέλω να είμαι το σκυλί σου
Θέλω να είμαι το σκυλί σου Να μου φωνάζεις και να ‘ρχομαι Να με περιμένεις, με τα λαμπερά σου μάτια και εγώ να τρέχω σαν τρελλός να σε περιμένω και