Ὡς πότε πιὰ θὰ καρτερῶ νὰ ξαναρθῆς καὶ πάλι
σὰν ἀπὸ χρόνους μακρινοὺς καὶ ξένες χῶρες πέρα;
Λιγόστεψε ἡ ζωούλα μου καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
ἀνήμπορη καὶ τρυφερή, σβήνεται ἀγάλι ἀγάλι…
Ἄκου στὰ δέντρα πένθιμα πὼς τρίζουνε τὰ φύλλα,
μηνᾶνε τὸ φθινόπωρο. Δές, τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα
τὸ θόλωσαν τὰ σύννεφα… Μία κρύα ἀνατριχίλα
στὰ λουλουδάκια χύνεται… κι᾿ ἀργεῖς, ἀργεῖς ἀκόμα!
Θαρθῆς ἀργά, μὲ τὴ νυχτιὰ καὶ μὲ τὸν κρύο χειμώνα,
μὲ τὸ χιονοσαβάνωμα, μὲ τοῦ βορηᾶ τὸ θρῆνο
καὶ δὲ θὰ βρῆς οὔτ᾿ ἕνα ρόδο, οὔτ᾿ ἕνα ἀθῶο κρίνο
νὰ μοῦ χαρίσης… οὔτε κὰν μία πένθιμη ἀνεμώνα.