Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Μαρία Στούπα – Η Αγαπημένη σου

Το επιστολικό διήγημα της Άννας Εμμανουήλ γράφτηκε ως απάντηση στο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, Αγαπημένη μου που γράφτηκε για την Μαρία Στούπα.

Αγαπημένε μου

Ναι, θα σου δώσω τα χέρια μου, να κρατήσουμε μαζί την ζωή μας. Σε βρίσκω, αγαπημένε, όχι μόνο στα χαμόγελα, αλλά και σε όλα εκείνα τα χιλιάδες όνειρα, που έζησα πριν ακόμα μπεις στη ζωή μου. Ναι, μοιάζω με τον ουρανό που θες να κοιτάς και να αγκαλιάζεις τις νύχτες. Γιατί τότε στον κόρφο σου, χαράζουν οι δρόμοι που κοιτάζω. Κι όταν μιλάμε όλα ξαφνικά σωπαίνουν. Κι εγώ δεν μπορώ να ζω μακριά σου, αγαπημένε μου. Παντού, θα μπορούσα να σε ακόμα και στην πιο σκοτεινή κάμαρα, θα άναβα το φως, μόνο για σένα. Κι όπως σφίγγω την πένα για να γράψω, βρίσκω το χέρι σου. Και καθώς σκύβω να ακούσω μια φωνή, ακούω το τραγούδι σου. Σε βρίσκω, τις νύχτες, που δεν ξέρω αν σε ξαναδώ. Σε βρίσκω στο χαμόγελο όλων των παιδιών που κρατάνε το ψωμί τους. Ναι. Πολύ πριν σε συναντήσω, κι εγώ σε περίμενα. Πάντοτε κι εγώ.

Θυμάσαι την πρώτη μας φορά, που ανταμώσαμε; Με κοίταξες τόσο τρυφερά σαν να με γνώριζες από χρόνια. Εγώ με εκείνο το πράσινο φόρεμα, κεντημένο με όλα τα άνθη της άνοιξης. Μου πήγαινε ο ήλιος στην άκρη αυτού του δρόμου, και το τριανταφυλλένιο σύννεφο, μου ράντιζε το σώμα με χιλιάδες αρώματα, μόνο για να σε μεθώ με αυτό. Και ένα χελιδόνι πέρασε στα μαλλιά μου, θυμάσαι; Ναι μου είχε πει κάτι. Πόσο όμορφα, ηδονικά και πανωραία είναι. Πόσο μαύρα είναι όσο η νύχτα. Ναι και εσύ τα άγγιξες. Εκείνο το απλό πρωινό, σε εκείνη την απλή στιγμή ευτυχίας, γυμνώθηκα μπροστά σου, σαν άστρο. Από το ανοιχτό παράθυρο μας καλησπέρισε η Άνοιξη. Πόσο της μοιάζω; Ανασαίνει μέσα στα χείλη μου, που θες να αγγίξεις. Θα μου χαράξεις, αγαπημένε, με τις χιλιάδες λέξεις σου, στο σώμα μου, την έκσταση; Πόσο ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς είναι ο λαιμός που θα ήθελες να καρπίζεις τα φιλιά σου; Και καθώς γδύνομαι θροίζουν τα φύλλα ενός απόμερου δάσους που ξάστερωνε. Λευκά λουλούδια, χιλιάδες, ανθούν στις λαγόνες μου. Ξέρω, όντως να σου δίνομαι. Δίνομαι πάντοτε ολάκερη με της ηδονής το γάλα, στα χέρια σου. Έτσι, στις πιο μικρές στιγμές μαζί σου, ζω όλη την ζωή μου. Κι εγώ, πιο πολύ από τον έρωτα, σου χρωστώ, αγαπημένε, το τραγούδι, την ελπίδα και τα δάκρυα. Θέλω κι εγώ, να σε φωνάξω δυνατά. Να τα ακούσουν τα τρεχούμενα νερά, τα χιλιάδες κύματα, να ανασάνουν τα γιασεμιά όλης της γης, να το μάθει ο ουρανός, να μας σκεπάζει για πάντα στον θόλο του. Να σύρει με φλογέρες στα μονοπάτια την δροσιά και την φλόγα που ανασκαλεύει τις καρδιές μας.

Το ξέρω. Δεν θα ξαναβρεθούμε. Θα βρισκόμαστε κάθε μέρα. Με όλα τα βραδιά κι όλες τις ωδές δικές μας, αγαπημένε…

Η Αγαπημένη σου

Μαρία Στούπα

 

Αγαπημένη μου

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.

Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.

Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;-
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου…

Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Θα’ θελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια στους φράχτες…

Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
… Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα…

Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.

Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.

Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.

Δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tι θα απογίνουμε, αγαπημένη;
…μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;

Πως θ’ άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα ‘τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ‘ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να ‘χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε…
…ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Kι ήταν σα να ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
…έτσι λέει ο Hλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα»
κι ας τού χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

Kι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.
Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου, που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά…

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να ‘χουμε πεθάνει..

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.