Δεν μ’ αγαπάς πια. Δέχεσαι να μ’ ακούς εδώ και μία ώρα, επειδή φέρεται κανείς με συγκατάβαση απέναντι σ’ αυτούς που εγκαταλείπει.
Με έδεσες και τώρα με λύνεις. Δεν σε κατηγορώ, Γκεράρντο. Η αγάπη ενός πλάσματος είναι ένα τόσο απρόσμενο και τόσο λίγο επάξιο δώρο, ώστε θα πρέπει πάντα να μας εκπλήσσει που δεν μας το παίρνουν πίσω νωρίτερα.
Δεν ανησυχώ για κείνους που δεν έχεις ακόμη γνωρίσει. Κατευθύνεσαι προς αυτούς, ίσως και να σε περιμένουν: εκείνος που θα γνωρίσουν θα είναι διαφορετικός από εκείνον που πίστεψα πως γνώριζα και που φαντάζομαι πως αγαπώ.
Δεν κατέχουμε κανέναν (ακόμη και όσοι κατακτούν τη σάρκα δεν κυριεύουν ολόκληρη την ύπαρξη) και η τέχνη, όντας η μόνη αληθινή κυριότητα, δεν επιδιώκει τόσο να κυριεύσει ένα πλάσμα όσο να το αναπλάσει. Γκεράρντο, μην παρεξηγήσεις τα δάκρυά μου: όσοι αγαπούμε είναι προτιμότερο να φεύγουν ενόσω μας επιτρέπεται ακόμη να τους κλαίμε. Αν έμενες, ίσως η παρουσία σου να επικάλυπτε την εικόνα που θέλω να διατηρήσω από σένα, και να την εξασθένιζε.
Όπως τα ρούχα σου δεν είναι παρά το περίβλημα του κορμιού σου, δεν είσαι πια για μένα παρά το περίβλημα του άλλου, που τον έχω αποσπάσει από σένα και που θα επιζήσει μετά από σένα. Γκεράρντο, τώρα είσαι ωραιότερος από τον εαυτό σου.
Κατέχουμε στην αιωνιότητα μονάχα τους φίλους που αποχωριστήκαμε.
Απόσπασμα από το βιβλίο Η Σμίλη του Χρόνου
Φωτογραφία: Roberto De Mitri