Ήθελα πάντα να ’µενα µικρό κι’ αγνό παιδί
που απ’ το ψυχρό δωµάτιο του ποτέ δε βγαίνει
και που, σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλοµετρεί
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασµένοι
που έχει µιαν ήρεµη καρδιά και Σα µικρού πουλιού δειλή,
και που άλλη δεν εγνώρισε γυναίκα απ’ τη µαµά του
κι ώρες πολλές, σε µια γωνιά, µένει και διόλου δεν µιλεί,
και κάποια κούκλα που αγαπά κρατάει σφιχτά σιµά του
που τα ψυχρά απογέµατα, τα φθινοπωρινά,
το δρόµο έξω κοιτάζοντας απ’ το παράθυρό του,
άγνωστα µέρη σκέφτεται, ταξίδια µακρινά,
που στα βιβλία του διάβασεν ή που είδε στ’ όνειρό του.
Και µια βραδιά χειµερινή που όλα µε χιόνι έχουν στρωθεί,
µεσ’ το ψυχρό και θλιβερό δωµάτιο του πεθαίνει
κι ως Αρλεκίνος να το πάρει ο Χάρος έχει ερθεί,
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι συντριµµένοι…