Δεδομένης, λοιπόν, της κεντρικής θέσης που κατέχει η Αμερική στην Ιστορία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και δεδομένης της κεντρικής της θέσης στα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών που καλύπτουν τον πλανήτη, η χώρα αυτή δεν εμπλέκεται απλώς από κεντρική θέση σε πολλά γεγονότα τα οποία διαμορφώνουν τη σύγχρονη Ιστορία, αλλά αποτελεί και έναν κεντρικό πάροχο εικόνων οι οποίες αναπαριστούν τα γεγονότα. Αυτό συνέβη, για να δώσουμε ένα μικρό παράδειγμα, και στην περίπτωση του Nick Ut, που φωτογράφισε παιδιά από το Βιετνάμ τα οποία βομβαρδίστηκαν με ναπάλμ να τρέχουν τρομοκρατημένα μπροστά στην κάμερά του. Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη θυμούνται εντονότατα αυτή τη φωτογραφία. Και είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσει κανείς ότι ο φωτογράφος κατάφερε να αποκτήσει με το θέμα του την υστεροφημία ανθρώπου που έδωσε αξία στη φωτογραφική του ιστορία. Μάλιστα, ένα από τα τρομαγμένα κοριτσάκια της φωτογραφίας, καθώς είχε γίνει εμβληματική φιγούρα των φρικαλεοτήτων του πολέμου του Βιετνάμ, προσείλκυσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ που κινήθηκαν να μάθουν τι απέγινε. Στα τέλη του 1996, την Ημέρα των Βετεράνων, η κατανάλωση της φωτογραφίας από το κοινό μετακινήθηκε ξαφνικά από το εμβληματικό στο προσωπικό. Το κορίτσι της φωτογραφίας επανεμφανίστηκε στη σκηνή της Ιστορίας ως γυναίκα με σάρκα και οστά, εξατομικευμένη, εκπροσωπώντας κάτι περισσότερο από μια συμβολική εικόνα. Προσήλθε την Ημέρα των Βετεράνων σε μια τελετή μνήμης που έγινε στο μνημείο των πεσόντων στον πόλεμο του Βιετνάμ, στην Ουάσινγκτον, προκειμένου να προσφέρει συγχώρεση. Έτσι προστέθηκε μια νέα σημασία σε μία εξόχως συμβολική εικόνα της μαζικής κουλτούρας, που για πολύ καιρό επέτρεπε σε όλους να δίνουν σχήμα και μορφή στον τρόπο με τον οποίο κατανοούσαν τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλοι τρόποι με τους οποίους η επικάλυψη της μνήμης της μαζικής κουλτούρας χρησιμοποιείται προκειμένου να αναδημιουργήσει το παρελθόν. Πρόκειται για τρόπους που προσομοιάζουν με τους τρόπους μέσω των οποίων η πρόσληψη της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας ανακυκλώνεται σε ατομικές κινηματογραφικές σκηνές, σε εκείνες τις μοναδικές στιγμές προσχώρησης για τις οποίες έκανα λόγο προηγουμένως. Πρόκειται και σε αυτή την περίπτωση για δεύτερης τάξης συνειδητές χρήσεις της επικάλυψης της Ιστορίας από τη μαζική κουλτούρα, με σκοπό να ανασυσταθούν κάποια ιστορικά γεγονότα. Και πάλι ο πόλεμος του Βιετνάμ προσφέρει τα προσφορότερα παραδείγματα.
Οπωσδήποτε, οι ταινίες για τον πόλεμο του Βιετνάμ αποτελούν προϊόντα μαζικής κουλτούρας που από την πλευρά τους προσθέτουν κάτι σε ό,τι αφήνει η μαζική κουλτούρα στην αίσθησή μας για την Ιστορία. Στην προσπάθειά μας να ανακαλέσουμε εικόνες από τον πόλεμο του Βιετνάμ συχνά καταφεύγουμε στις γνωστές απόπειρες του Χόλιγουντ. Βέβαια, το Χόλιγουντ δεν δίστασε να προσθέσει και άλλους συμβολικούς ήρωες στο απόθεμα των ενθυμήσεών μας, όπως συνέβη και με την περίπτωση του Rambo. Ωστόσο, ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο πολλές από αυτές τις ταινίες μας κάνουν να επιστρέφουμε στο ιστορικό γεγονός διαμεσολαβείται από τη χρήση προϊόντων μαζικής κουλτούρας της εποχής εκείνης, προϊόντων που έχουν περάσει στη συλλογική μνήμη. Η μουσική των Rolling Stones και των Doors στην ταινία του Francis Ford Coppola Αποκάλυψη τώρα πυροδοτεί ορισμένες ιστορικές συνδέσεις στο μυαλό των σύγχρονων ακροατηρίων. Ομοίως, το σπαρακτικό τέλος της ταινίας Ο Ελαφοκυνηγός του Michael Cimino μας παρουσιάζει τους εναπομείναντες πρωταγωνιστές να τραγουδούν όλοι μαζί διστακτικά το «God Bless Americas, του Irving Berlin. Προκειμένου, δηλαδή να επαναβεβαιώσουν τους δεσμούς μεταξύ τους και να θρηνήσουν όσους χάθηκαν, χρησιμοποιούν ένα δημοφιλές τραγούδι που παραπέμπει ευθέως όσους σημαντικότερους δεσμούς τους με την Αμερική. Είναι, εντούτοις, εντυπωσιακό ότι και τα ευρωπαϊκά ακροατήρια συγκινήθηκαν με αυτή τη σκηνή, καθώς εμμέσως είχαν υπόψη τους το ο μουσικό ρεπερτόριο και τη συνειρμική του δύναμη. Ο Barry Levinson στην ταινία του Καλημέρα Βιετνάμ κατέστησε τη συνειρμική στρατηγική κεντρικής σημασίας τέχνασμα για την αφήγησή του. Το δυνατό σημείο της ταινίας του, και η σχεδόν υπερβατική της δύναμη, είναι η συνδυασμένη χρήση διάφορων εργαλείων από το πεδίο της μαζικής κουλτούρας Σε μια σεκάνς ο Robin Williams αναγγέλλει ένα ακόμη τραγούδι στην εκπομπή του για τις αμερικανικές δυνάμεις στο Βιετνάμ, και ακούμε τη φωνή του Louis Armstrong να τραγουδά «What a Wonderful World». Τους στίχους του τραγουδιού συνοδεύει ένας κυκεώνας πολεμικών εικόνων από το Βιετνάμ, που παραπέμπουν σε τηλεοπτικά επίκαιρα. Όμως, η εσωτερική λογική αυτής της σεκάνς δεν μοιάζει μόνο με διαδοχή τηλεοπτικών εικόνων στις ειδήσεις.
Την ίδια στιγμή είναι δομικά παρεμφερής με τα τυπικά βιντεοκλίπ, όπου τις περισσότερες φορές έχουμε να κάνουμε ακριβώς με έναν κυκεώνα εικόνων οι οποίες αποκτούν συνοχή μόνο μέσω της συνοδείας τους από τη μουσική. Ειρωνικώς πως, το απόσπασμα αυτό από το φιλμ έγινε επιτυχία σαν βιντεοκλίπ και διαδόθηκε παγκοσμίως μέσω του MTV. Ο Levinson συνένωσε την υποβλητική φωνή του Armstrong με τη λογική της τηλεοπτικής εικόνας σε κάτι που παραπέμπει ξεκάθαρα στην οικεία μορφή του βιντεοκλίπ. Έτσι κατάφερε να χρησιμοποιήσει αυτά τα ερεθίσματα της μαζικής κουλτούρας προκειμένου να δημιουργήσει μια στιγμή υπέρβασης, να κάνει ένα πικρό σχόλιο πάνω στη φρίκη του πολέμου. Μας επιβάλλει να καθίσουμε και να σκεφτούμε, σε πείσμα όλων όσα έχουν ισχυριστεί οι κριτικοί της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας μέσα στον πολιτισμικό πεσιμισμό τους. Τι θα έλεγαν όλοι αυτοί οι κριτικοί σήμερα αν ζούσαν για τις μορφές οι οποίες παίζουν έναν ρόλο στη διαμόρφωση της αίσθησής μας για το παρελθόν;
Απόσπασμα από το βιβλίο Ανάμεσα στον Μαρξ και στην Coca-Cola