Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Charles Baudelaire‎ – Ο καθένας με τη Χίμαιρά του

Κάτω από έναν γκρίζο τεράστιο ουρανό, μέσα σε μια απέραντη πεδιάδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους που βάδιζαν σκυμμένοι. Ο καθένας απ’ αυτούς σήκωνε στην πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά όσο ένας σάκος αλεύρι ή κάρβουνο, ή όσο η πανοπλία κάποιου πεζού Ρωμαίου στρατιώτη.

Το φρικτό θηρίο όμως δεν ήταν ένα ακίνητο βάρος· αντίθετα, περιτύλιγε και καταπίεζε τον άνθρωπο, με τους ελαστικούς και δυνατούς του μυς. Γαντζωνόταν με τα δυο τεράστιά του νύχια πάνω στο στήθος του και το μυθικό του κεφάλι ξεπερνούσε το μέτωπο του ανθρώπου, σαν μια απ’ αυτές τις φρικτές κάσκες με τις οποίες οι αρχαίοι πολεμιστές πίστευαν πως θα τρομάξουν τον εχθρό.

Ρώτησα έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους και του ζήτησα να μου πει πού πηγαίνουν έτσι. Μου απάντησε πως δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός, ούτε οι άλλοι, αλλά ήταν ολοφάνερο πως κάπου πήγαιναν, εφόσον τους έσπρωχνε μια ακατανίκητη ανάγκη να περπατούν.

Κάτι παράξενο που αξίζει να σημειώσετε: κανένας απ’ αυτούς τους ταξιδιώτες δεν έμοιαζε εξαγριωμένος ενάντια στο δυνατό κτήνος, που κρεμόταν στο λαιμό του, κολλημένο στην πλάτη του· θα ‘λεγε κανείς πως το θεωρούσε σαν ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Όλα αυτά τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμιά απόγνωση· κάτω από τον καταπιεστικό θόλο τ’ ουρανού, με τα πόδια χωμένα μέσα στη σκόνη μιας το ίδιο απεγνωσμένης με τον ουρανό γης, προχωρούσαν, έχοντας την καρτερική φυσιογνωμία εκείνων που έχουν καταδικαστεί στην αιώνια ελπίδα.

Απόσπασμα από το βιβλίο Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη (1977)
Μετάφραση: Ιωάννα Ευσταθιάδου – Λάππα
Φωτογραφία: Nadar

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.