Φαίνεται ίσως περίεργο ότι η ποιητική ταυτότητα του Καρυωτάκη αντλεί ισχυρά κίνητρα από τη μακρινή παράδοση του μπωντλαιρισμού και μάλιστα σε μια εποχή που ο μοντερνισμός είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του στην Ευρώπη· ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, για να συμπληρωθεί η ιστορική προοπτική, ότι η επίδραση του Μπωντλαίρ άργησε να βρει το δρόμο της στο ευρύτερο πεδίο της λογοτεχνίας τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.[1] Ο Μπωντλαίρ της δεκαετίας του 1860 δεν είναι ο Μπωντλαίρ που συναντάμε στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο πρώτος είναι ένας αιρετικός ποιητής χωρίς σπουδαία απήχηση, ο δεύτερος είναι ένας κορυφαίος ποιητής με παγκόσμια αναγνώριση.
Ακόμη όμως και στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, στις οποίες η ποίηση του Μπωντλαίρ, καθώς και το κλίμα του μπωντλαιρισμού, εκτός από την αργή μετάδοσή τους, δεν γονιμοποίησαν σημαντικά επιτεύγματα, μολονότι στη δεκαετία του 1920 βλέπουμε ότι η παρουσία του γίνεται πιο αισθητή στην ποίηση των νέων, και γενικότερα στην ατμόσφαιρα της εποχής, ως αποτέλεσμα μιας σχετικής προεργασίας: «Από τον νεανικό Ουράνη (Spleen) έως τον ώριμο Καρυωτάκη (Ελεγεία και Σάτιρες), αναπτύσσεται ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τον Μπωντλαίρ, με μεταφράσεις του έργου του, με διαλέξεις (ο Κλέων Παράσχος, οι Αλεξανδρινοί), με μελέτες και άρθρα».[2]
Τα ποιήματα και οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη αποδεικνύουν ότι ο μπωντλαιρισμός δεν ήταν κάτι επιφανειακό, απλό επεισόδιο ενός παλαιού συρμού, αλλά καθοριστική σχέση με βιωματική διάσταση. Κάτι ανάλογο με τη σχέση της σεφερικής ποίησης προς το έργο του Τ. Σ. Έλιοτ. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Καρυωτάκης δεν έχει άλλους συνομιλητές ή δεν αναγνωρίζει ως σπουδαίους άλλους ποιητές· πολλά ρεύματα συρρέουν στην ανάπτυξη της ποιητικής γραφής του και δεν είναι όλα φανερά. Ο Μπωντλαίρ αναδεικνύεται σε ένα από αυτά, ίσως το πιο ισχυρό, αφού λειτουργεί ως αποδοτικός ορίζοντας για την ανάδειξη του δικού του λόγου. Τηρουμένων των αναλογιών ο Καρυωτάκης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο δικός μας Μπωντλαίρ, κρατώντας τις επιφυλάξεις που επιβάλλει ένας τέτοιος αναχρονισμός.
Χρήσιμος οδηγός στην προσέγγιση αυτή είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που διάβασε τον Μπωντλαίρ ως «ηθοποιό που παριστάνει τον ήρωα»[3] στην ακμή του καπιταλισμού κατά τον 19ο αιώνα, αλλά με τη δική του ματιά, από την προοπτική του μεσοπολέμου στον 20ό αιώνα. Ο ηθοποιός που παριστάνει τον ήρωα είναι ένας ποιητής που μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να πάρει τη μορφή του μποέμ, του χασομέρη, του δανδή, του περιπλανώμενου, του απελπισμένου, του μελαγχολικού, του σατανικού αντιρρησία και όποια άλλη ενισχύει τη δύσκολη συμβίωσή του με τη συμβατική πραγματικότητα.
Βέβαια, ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις των ποιητών έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος που τους διαβάζουμε. Για παράδειγμα ο Καρυωτάκης έχει διαβαστεί (και συνεχίζει να διαβάζεται) από ορισμένους με τα δίοπτρα μιας δεδομένης αποδοχής και αποτίμησης που παραγνωρίζουν την έμφαση της διαφοράς του: «Η αποτίμηση … προσπαθεί να συγκαλύψει τα επαναστατικά στοιχεία της ιστορικής διαδρομής. Την ενδιαφέρει ιδιαίτερα να κατασκευάσει μια συνέχεια. Αποδίδει σημασία μόνο σ’ εκείνα τα στοιχεία του έργου που έχουν ήδη γίνει συστατικά της επίδρασής του. Της διαφεύγουν οι απόκρημνοι βράχοι και οι αιχμηρές προεξοχές που προσφέρουν στήριγμα σε όποιον θέλει να πάει παραπέρα».[4]
Από την παρουσία του Καρυωτάκη στην ελληνική ποίηση δεν έλειψαν λοιπόν εκείνοι που αγνόησαν τη «διαφορά» και προσπάθησαν να τον εξαφανίσουν στην ομαλότητα της συνέχειας ή, στην πιο ακραία εκδοχή της κακεντρέχειας, να τον υποβαθμίσουν στις ασήμαντες «ανωμαλίες» του εθνικού κανόνα. Αντίθετα από αυτή τη σκόπιμη μείωση του Καρυωτάκη, ως μια δήθεν αποτυχημένη διεκδίκηση του «μοντέρνου» στην ελληνική ποίηση, είναι πια ζήτημα στοιχειώδους δικαιοσύνης να τον αντιμετωπίσουμε όπως άλλοι αντιμετώπισαν τον Μπωντλαίρ: «Τι μας εμποδίζει να αντιπαραθέσουμε … τον ποιητή Μπωντλαίρ στη σημερινή κοινωνία και να απαντήσουμε βάσει των έργων του στο ερώτημα τι έχει να πει στους προχωρημένους ταγούς της· […] Η δυσαρέσκειά του, από την κυριαρχία της μπουρζουαζίας, επέτρεψε στον Μπωντλαίρ να εκφράσει περισσότερα στοιχεία αυτής της εποχής από όσα μπόρεσε να συλλάβει μια ποίηση με κοινωνική θεματική».[5]
Αυτή είναι και η δύναμη του Καρυωτάκη: η ποίησή του δεν είναι απλό τεκμήριο της κοινωνικής ιστορίας που συνάπτεται «κατ’ αναλογία, προς τις λογοτεχνικές μορφές»[6] αλλά ισχυρή, και ειρωνικά αλληγορική, κριτική της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου (επομένως και της δικής του παρουσίας σε αυτή). Συνάμα ο Καρυωτάκης διαθέτει τη δύναμη που ο Τ. Σ. Έλιοτ εντόπισε στον Μπωντλαίρ, όταν επισημαίνει ότι υπάρχει μια κατηγορία ποιητών που χρησιμοποιούν αυτή τη δύναμη «μόνο για να υποφέρουν».[7] Επισημαίνει επίσης την πίεση που ασκεί η αναζήτηση μιας «αληθινής μορφής ζωής»[8] στην αναμέτρηση με την ποιητική μορφή και υποστηρίζει ότι αυτό που τελικά διασώζει την ιδιαιτερότητα του λόγου είναι ακριβώς η βιωματική ανάγκη. Μόνο που η συγκεκριμένη βιωματική ανάγκη προσεγγίζεται από την προοπτική του θανάτου. Στην ίδια διαπίστωση συγκλίνει και μια εύστοχη παρατήρηση του Σαρτρ: «Κάθε στιγμή, ενώ ακόμη ζει, είναι ήδη από την άλλη μεριά του τάφου».[9]
Σε καθαρά τεχνικό επίπεδο το απήχημα του βιώματος στη μορφή επιφέρει μεταβολές στη φράση του ποιήματος, δηλαδή στη γλώσσα, στον ρυθμό, στο μέτρο, στη θεματική, αλλά και στο συγκινησιακό φορτίο που διοχετεύεται στην αναζήτηση της διαφοράς. Η μελαγχολία, ο σαρκασμός, η αίσθηση του spleen που συνοδεύουν ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να δηλώνουν ψυχικές διαταραχές ή να κρύβουν αμυντικούς μηχανισμούς, κατά κανένα τρόπο όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν καλλιτεχνικές προσποιήσεις ή επιφανειακές δραματοποιήσεις. Πρόκειται για βιώματα που ξεπερνούν την ατομική περίπτωση και μετατρέπονται σε κοινωνική κριτική. Μια τέτοια κριτική συνδέει την προσωπική αγωνία με την παρώδηση του πραγματικού:
Ἕνα ξερό δαφνόφυλλο τήν ὥρα αὐτή θά πέση,
τό πρόσχημα τοῦ βίου σου, καί θ’ ἀπογυμνωθῆς.
Μέ δέντρο δίχως φύλλωμα θά παρομοιωθῆς,
πού τό χειμώνα ἀπάντησε στοῦ δρόμου ἐκεῖ τή μέση.
Κι ἀφοῦ πιά τότε θἆναι ἀργά νέες χίμαιρες νά πλάσης
ἤ ἀκόμη μιά ἐπιπόλαιη καί συμβατική χαρά,
θ’ ἀνοίξης τό παράθυρο γιά τελευταία φορά,
κι ὅλη σου τή ζωή κοιτάζοντας, ἥρεμα θά γελάσης.
Στην ποίηση του Καρυωτάκη συγκλίνουν το υπαρξιακό αδιέξοδο και η συναισθηματική αγωνία· συνάμα όμως, και παρά τις ισχυρές εξαρτήσεις από το παρελθόν, διαδραματίζεται μια αναμέτρηση με το καινούριο στην τέχνη, με γενικότερη στόχευση το ανθρώπινο πρότυπο της εποχής. Το έργο του Μπωντλαίρ και η παράδοση του μπωντλαιρισμού στάθηκαν πολύτιμοι αρωγοί στη διαμόρφωση αυτής της ποιητικής γραφής. Ο Καρυωτάκης φορά τη μάσκα του πεισιθάνατου και του παρακμιακού στην ποίησή του, δεν περιορίζεται όμως σε αυτό, η μάσκα γίνεται καθρέφτης μιας πραγματικότητας με την οποία βρίσκεται σε διάσταση, αν όχι σε πόλεμο. Υπό την έννοια αυτή είναι βαθύτατα κοινωνικός, δηλαδή πολιτικός, ποιητής.
Πέρα από όλα αυτά, ωστόσο, και παρά τις σχηματοποιήσεις της λογοτεχνικής ιστορίας, η ποιητική πρόταση πρέπει να αντιστοιχεί σε μια παρέμβαση στη λόγο, να επιφέρει εκείνη τη διαφορά που, ακόμη και ελάχιστη, είναι αναγνωρίσιμη και ανθεκτική. Καμιά πρόταση δεν επιβιώνει απλά με την προσφυγή σε κοινωνικά ή πολιτικά θέματα. Η πρώτη και πιο βαθιά ανατροπή απηχεί στη γραφή. Εύλογα τίθεται το ερώτημα ποια ήταν η ποιητική πρόταση του Καρυωτάκη, αυτή δηλαδή που του επέτρεψε να διεκδικήσει και να κατακτήσει μια σημαντική θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Αν ήταν ανεπαρκής, καμιά αυτοκτονία, κανένα λογοτεχνικό ειδύλλιο και καμιά σκανδαλώδης ασθένεια δεν θα αρκούσε για να τον γλιτώσει από τη συλλογική λήθη. Έπρεπε να υπάρχει το κεντρικό στέλεχος και αυτό δεν ήταν άλλο από την καταγραφή της αναμέτρησής του με τον ποιητικό λόγο.
Ο Καρυωτάκης θυμίζει την απρόσμενη εξέλιξη του Καβάφη. Να ξεκινάς μέτριος, βουτηγμένος στην πιο συμβατική μορφή που έχει ο ποιητικός λόγος στην εποχή σου, και στη συνέχεια, με βαθμιαία αλλά επίμονη έφοδο, να κατακτάς τον δικό σου χώρο στην τέχνη, στην οποία έχεις επενδύσει τον βίο σου. Αυτή είναι η κρίσιμη διαφορά. Η κατάκτηση του ποιητικού λόγου κατά ριπάς, που προϋποθέτει όμως τη στιγμή της παρέκκλισης, τότε που επισυμβαίνει στη γραφή κάτι σαν αιφνίδια «επιφάνεια» και όλη η πορεία στην τέχνη παίρνει άλλη τροπή. Ο Καρυωτάκης, όπως και ο Καβάφης, ξεκίνησε, παραπαίοντας με τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραμάτων το 1919, κατόπιν, με τα Νηπενθή, άρχισε να ορίζει το δικό του πεδίο και, τέλος, με το Ελεγεία και Σάτιρες, βρέθηκε μπροστά, ξεπερνώντας τον προηγούμενο εαυτό του.
Η «διαφορά» βέβαια διατρέχει όλη την πορεία, με διαφορετική ταχύτητα. Είναι φανερό ότι στο τέλος η τιμή της επιτάχυνσης ανεβαίνει απότομα, ένδειξη ότι ο ποιητής επιχειρεί να αφήσει πίσω του το παρελθόν και να αναδείξει συμπυκνωμένη την ιδιαιτερότητα της δικής του γραφής. Το άνυσμα φανερώνει την κατεύθυνση, την ένταση και την υπέρβαση του μέτρου. Ο Καρυωτάκης, με όλες τις αναπηρίες και τις αποτυχίες του, κατάφερε να φτάσει στο τέλος και να πραγματώσει αυτή την υπέρβαση που συνιστά και τον πυρήνα της διαφοράς.
[1] «Άργησε να συμβεί στην Αγγλία μια δίκαιη εκτίμηση του Μπωντλαίρ, αλλά και στη Γαλλία εξακολουθεί ακόμη να είναι προβληματική ή προκατειλημμένη», T. S. Eliot, “Baudelaire”, [1930], Selected Essays, London: Faber and Faber, 1980. σ. 419
[2] Μ. Δημάκης, «Charles Baudelaite. Μια τομή στην ευρωπαϊκή ποίηση», Νέα Εστία, τχ. 971 (Χριστ. 1967, αφιέρωμα στον Μπωντλαίρ), σ. 39. Ως πρώτη αναφορά του Μπωντλαίρ στη νεοελληνική λογοτεχνία καταγράφεται η μνεία του από τον Ροϊδη το 1873.
[3] Walter Benjamin Σάρλ Μπωντλαίρ. Ἕνας λυρικός στήν ἀκμή τοῦ καπιταλισμοῦ, Ἀθήνα: Ἀλεξάνδρεια, 1994, σ. 115.
[4] W. Benjamin, ό. π., σ. 178.
[5] Rolf Tiedemann, «Μάρτυς κατά της αστικής τάξης», στο W. Benjamin, ό. π., σ. 272-273.
[6] ό. π., σ. 276.
[7] T. S. Eliot, ό., π., σ. 423.
[8] Τ. S. Eliot, ό. π., σ. 424.
[9] Jean-Paul Sartre, Baudelaire, Παρίσι: Gallimard, 1947, σ. 149.
Κείμενο του Δημήτρη Δημηρούλη που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο αναγνώσεις
Εικόνα: Ελεύθερο Βήμα