-Γιαγιά, άλήθεια άπόψε άνοίγει ό ούρανός;
-Ναί, παιδάκι μου, γιατί ξημερώνουν τ’ άγια Θεοφάνεια. Καί όποιος άγρυπνήση καί προφτάση σ’ έκείνη τήν άπόκρυφην ώρα..
-Τό ξέρω, γιαγιά μου, τό ξέρω μπορεί νά ζητήση ό,τι θέλει άπ’ τό Θεό καί τού γίνεται.
-Ναί, μά φτάνει νά ζητήσης ένα πράμα μονάχα.
Τό παιδάκι άποφάσισε ν’ άγρυπνήση, Κοντά στήν κάμαρά του άπάνω ψηλά ήταν ή πόρτα πού έβγαινε στό λιακωτό. Χωρίς νά τό ίδή κανείς, κουκουλώθηκε μέ τό παπλωματάκι του, πήρε τό προσκεφάλι του καί πήγε νά ξαπλωθή έκεί έξω. Δεν είχε φόβο κανένα. Ο παπάς είχε βγή έκείνη τήν ήμέρα μέ τήν άγιαστούρα του καί είχε διώξει όλους τούς καλικαντζάρους, πού περπατούσαν στή χώρα καί παίρναν τά παιδιά. Στή χειμωνιάτικη νύχτα τό ζέσταινε τό πάπλωμα καί ή έλπίδα.
Ήταν άργά. . . Σκοτάδι καί σιωπή άπλωνότανε κάτω σ’ όλη τήν κοιμισμένη πόλη, Εδώ κι’ έκεί μονάχα έτρεμόκαιγε κανένα φανάρι σάν μάτι νυσταγμένο, καί τ’ άγιασμένα νερά τής λίμνης έκεί πέρα έλαμπύριζαν στή μυστική άστροφεγγιά, Απέραντος θόλος σάν άπό μαύρο βελούδο, καρφωμένο με διαμαντένια καρφιά, τό σκέπαζει ό ούρανός, Καί τόν έκοίταζε μέ άνήσυχα μάτια τό παιδάκι καί περιμένει ήσυχα ν’ άνοίξη, ‘Ο,τι ζητούσε τότε θά γινόταν—μά φτάνει νά ζητούσε ένα μονάχα— καί τό παιδάκι είχε τό σκοπό του…
Οί ώρες περνούσαν έτσι καί οί πετεινοί, ζωντανά ρολόγια, τίς έλεγαν με τή βραχνή τους φωνή ο ένας στόν άλλον.
Ήλθε τέλος πάντων καί ή άπόκρυφη ώρα πού άνοιξε ό ουρανός, Μέσ’ στήν άστροσπαρμένη μαυρίλα ξεπρόβαλε έξαφνα μιά λάμψη ζωηρή, πού έσβηνε όλα τ’ άστέρια, Ένα φως γλυκό χύθηκε τότε στήν κτίση, καί τ’ άγιασμένα νερά τής λίμνης έκεί πέρα έλαμψαν σάν άναμμένα,
Στό θέαμα αυτό τό παιδάκι τά σάστισε. Τού φάνηκε σάν νά είδε άγγέλους νά πετούν έκεί ψηλά μέσ’ στό φωτεινό άνοιγμα καί ένα όλόχρυσο ποταμό νά τρέχη, τόν ούράνιο, καθώς λένε, ’Ιορδάνη… Στόν τρόμο του, στή θάμπωσή του, στή σαστιμάρα του, λησμόνησε τί είχε νά ζητήση καί έβλεπε βουβά. . .
Μονάχα τήν τελευταία στιγμή πού συνήλθε λιγάκι, επρόφτασε νά πή ένα λόγο. Καί σβηνόταν πιά ή θεία λάμψη, σάν άκούστηκε στόν άέρα τής νύχτας ή ψιλή φωνούλα τού παιδιού :
– Πλούτε !!
Εγύρισε τρέμοντας στό κρεβατάκι του. Σκεπάστηκε άπ’ τό κεφάλι κι’ έπροσπάθησε νά κοιμηθή. Μά τόν άφησε γιά πολλή ώρα άγρυπνο τό έκπληκτικό θέαμα άπ’ τόνα μέρος πού έβασάνιζε άκόμα τά μάτια του, καί μιά άνήσυχη σκέψη άπό το άλλο, πού έβασάνιζε τό μυαλά του. . . Τί λαμπρό καί άπίστευτο θάμα ! Κά τόν άκουσε τάχα ό θεός ; ‘Επρόφτασε νά μιλήση σέ κατάλληλη στιγμή; Άχ, καί θ ‘ άποκτούσε τόν πλούτο, τό ένα πράγμα πού ζήτησε μέ τήν καρδιά του τό φτωχό παιδάκι ;
Σάν άποκοιμήθηκε κατά το πρωί είδ’ ένα παράξενο όνειρο· ένα όνειρο τόσο ζωηρό, πού ακόμα καί τώρα δέν ξέρει έάν έκοιμώτανε πραγματικώς ή άν άγρυπνούσε με πυρετό,
Τού φάνηκε πώς μπήκε έξαφνα στήν κάμαρά του ένας άνθρωπος, Ήταν νέος, παιδί μάλιστα αμούστακο, Τό πρόσωπό του έλαμπε απ’ τήν ομορφιά καί ή φορεσιά του άπ’ τήν πολυτέλεια. Από πάνω ώς κάτω ήταν πνιγμένος στό χρυσάφι, στό μετάξι, στά πετράδια, Ένα σύννεφο κάτασπρο υποστήριζε τά πόδια του, Στά χέρια του κρατούσε ένα χρυσό ραβδί. Είχε φτερούγια χιονάτα καί χαμόγελο γλυκό.
—Νά με ! Τί μέ θέλεις ; είπε μέ τρυφερή φωνή.
—Άγγελος, …. εψιθύρισε τό παιδάκι τρομαγμένο.
—Δέν είμαι άγγελος, άποκρίθηκε ό νέος, είμαι ό Πλούτος πού ζήτησες άπόψε, ‘Εκείνος πού όδηγεί τά βήματά μου είδε τή φωτιά τής καρδιάς σου καί μ’ έστειλε. Μιά στιγμή πρωτύτερα άν πρόφθανες νά πής τ’ όνομά μου, θάρχόμουν νά σέ φορτωθώ άνερώτητα. Μά τώρα πού άργησες νά μιλήσης καί έγινε ζήτημα άν έπρεπε νά σού γίνη ή χάρη ή όχι, άποφασίστηκε νά έλθω μονάχα νά σε ξαναρωτήσω… καί ό,τι μού πής θά κάνω. ‘Επιμένεις άκόμα στό λόγο σου ; Κι μένα ζητείς καί έπιθυμείς πραγματικώς, άφού ξέρεις ότι μονάχα ένα πράγμα έχεις τό δικαίωμα νά ζητήσης ; Άν είν’ έτσι, πές μου το καί μένω μαζί σου γιά πάντα.
Τό παιδάκι πήρε θάρρος, βγήκε περισσότερο άπ’ τό σκέπασμά του καί είπε :
-Σένα θέλω, Πλούτέ μου, σέ θέλω νά μείνης πάντα μαζί μου. Είδα ότι όλη ή εύτυχία βρίσκεται πάντα μέ σένα, καί άπό πολύν καιρό σύ είσαι τ’ όνειρό μου.
-Βλέπω ότι μ’ άγαπάς πραγματικώς καί ήθελα νά μείνω μαζί σου… Αλήθεια ! Τί έμορφη ζωή πού θά περνούμε ! Παντού ό κόσμος θά σκύφτη στό διάβα μας σάν θά βγαίνωμε συντροφιασμένοι. Θά κατοικούμε σέ παλάτια όλομάρμαρα, θά κοιμώμαστε σε όλόχρυσο κρεβάτι, θά σκεπαζώμαστε με σεντόνια μεταξωτά, Τό γυαλιστερό άτλάζι καί τό χνουδωτό βελούδο θά μάς τριγυρίζουν παντού, στό πάτωμα, στους τοίχους, στό ταβάνι, στά καθίσματα, παντού όπου θ’ άκουμπά τό κορμί, ή θ’ άναπαύεται τό βλέμμα. Θά φορούμε λαμπρά φορέματα καί στολίδια, Θάχωμε δούλους καί δούλες καί γνώριμους πολλούς. Βαλσαμωμένος θά είναι ό άέρας πού θ’ άναπνέωμε άπό τάνθη καί τά μυρωδικά, Τό τραπέζι μας θά λάμπη στό χρυσάφι καί στό κρύσταλλο, θά βγαίνωμε στόν περίπατο με άμάξια καταστόλιστα, θά πηγαίνωμε στά θέατρα, στους χορούς, στά ιπποδρόμια, πάντα στήν καλύτερη θέση. Θά ταξιδεύωμε με κάθε άνεση τό καλοκαίρι ή τό χειμώνα, Καί θά έχωμε μέσα σε μιά κάμαρα, ζεστή σά φωλιά, ένα ντουλάπι λουστραρισμένο με πολλά κλειδιά, γεμάτο χρυσά φλωριά τόσα, ώστε νά μπορούμε να κάνωμε κάθε επιθυμία, πού ήθελε μάς γεννηθή…..
—Ά ! Τί καλά ! έφώναξε τό παιδάκι, καί τό γέλιο δέν θά λείπη άπ’ τό χείλι μας καί ή χαρά άπ’ τήν καρδιά μας. Κάθισε, Πλούτο μου. θέλω νά είμαι μαζί σου δοξασμένος καί ευτυχής.
‘Ο νέος έχασε μέ μιάς τό γέλιο του, άκούμπησε άπάνω στό ραβδί του καί είπε μέ περίλυπη φωνή :
—Αύτό είναι ίσα-ίσα πού θέλω νά σού πώ,.. ’Εγώ δέν μπορώ νά σού εγγυηθώ ότι δέν θά λείπη άπ’ τό χείλι σου τό γέλιο καί άπ’ τήν καρδιά σου ή χαρά… Ά, όχι, όχι..
—Μά γιατί ;
—Γιατί ;… Δίν σε άφησε ,λοιπόν ή άγάπη πού μου έχεις νά τό σκεφθής ποτέ… Καί τί μπορώ τάχα νά σού κάμω έγώ, όταν θά έρχεται ό πόνος καί ή θλίψη; Ποιός ξέρει άν δεν θά με θέλης γιά νά πληρώνης πάντα γιατρούς καί γιατρικά ; Ποιός σούπε πώς μαζί μου δέν θά δοκιμάσης ποτέ άγωνία βασάνου σέ δικαστήριο ; Ποιός σού είπε πώς δεν θά σέ πληγώση ό θάνατος σ’ ό,τι έχεις πιό άγαπημένο στόν κόσμο καί πολύτιμο;.. Ποιός σού είπε άν μ’ έμένα θά βρής τήν άληθινή άγάπη, τήν άδελφική φιλία έκείνη πού θέλεις, καί τί θά σού χρησιμεύω σάν θα σε μαχαιρώνη ή άχαριστία, ή κακία, τό ψέμα, ό φθόνος, ή έπιβουλή ;… Ποιός σού υποσχέθηκε ότι μαζί μου θ’ άπολαύσης τίς χαρές τής καλής καρδιάς, τού φωτισμένου μυαλού, τής καθαρής συνειδήσεως ; Ποιος σ’ έβεβαίωσε ότι στό σπίτι σου θά βασιλεύη ή τιμή, ή άγάπη, ή χαρά, ή άρμονία; Ά, πόσο έστάθηκες, παιδάκι μου, άπατημένος ! ‘Εγύρεψις άπό μένα έκείνο πού έπρεπε νά γυρέψης άτό τήν Ευτυχία.
— Άπό τήν Ευτυχία ,.. ψιθύρισε το παιδάκι μέ άπελπισμένη φωνή.
— Μάλιστα, άπό τήν Εύτυχία. Καί πώς; δέν τήν ξέρεις ; Είν’ ένα κοριτσάκι μικρό αυτή ή Εύτυχία, έμορφο, γελαστό, μέ κάτασπρη άπλή φορεσιά σάν τό χιόνι. Φιλία σταθερή μαζί της δέν έχομε, γιατί μ’ άφήνει τίς περισσότερες φορές καί πηγαίνει μέ τή Φτώχεια, όπως κι έγώ πηγαίνω καμμιά φορά μέ τή δυστυχία. Τί τά θέλεις, παιδί μου ! Αυτή είναι δώρο άληθινό καί άπόλαυση ! Τήν άκολουθεί σά σωματοφυλακή ένα πλήθος παιδάκια μέ γέλια καί φωνές, πού γεμίζουν τόν άέρα Αύτή μονάχη είναι ίκανή, όταν σέ πάρη καί σένα στήν άκολουθία της, νά σέ κάμη νά μή λείπη άπ’ τό χείλι σου τό γέλιο καί άπ’ τήν καρδιά σου ή χαρά, άδιάφορο άν θά κατοικήτε στήν καλύβα ή στό παλάτι, άν θά φορήτε χρυσά ή κουρέλια.
—Πλούτε μου, καλέ μου φίλε, συγχώρησέ με, δέν τό σκέφτηκα. ‘Εκανα λάθος. Τήν εύτυχία έπρεπε νά ζητήσω, τήν Ευτυχία ζητούσα, τήν Εύτυχία ζητώ. ‘Ενα πράμα μονάχα, βλέπεις, μού είναι συχωρεμένο νά έχω καί άλλο καλύτερο άπ’ τήν Ευτυχία δέν υπάρχει… άχ, ούτε σύ, καλέ μου Πλούτε ! Τό βλέπω, τώρα τό έννοώ.
-Θέλεις λοιπόν τήν Ευτυχία. Καλά, έγώ φεύγω, Καί φεύγω άκουσε, όχι γιατί δέν μέ θέλεις, άλλά γιατί δέν επρόφτασες νά μέ ζητήσης τήν κατάλληλην ώρα. Τί τυχερός πού στάθηκες. Άλλοιώτικα δέν θά έφευγα άπό κοντά σου καί θά ήταν περιττή κάθε σου μετάνοια… Χαίρε, είπε ό Πλούτος κ’ εξαφανίστηκε.
Τό παιδάκι έδόξασε τό θεό. Ετσι είχε καιρό πάλι τού χρόνου, και φωτισμένο καί πιό ήσυχο, ν’ άγρυπνήση τήν ίδια νύχτα καί νά ζητήση άπ’ τόν ουρανό τήν Εύτυχία, μονάχα τήν Ευτυχία.