Καταραμένοι ποιητές λέγονται αυτοί που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας, κάνοντας ναρκωτικά, εγκλήματα αλλά και πράξεις περίεργες για τα κοινά στερεότυπα της κοινωνίας.
Ο όρος προήλθε από το μυθιστόρημά του Alfred de Vigny, Stello, που δημοσιεύθηκε το 1832, όπου χαρακτηρίζει τους ποιητές ως την φυλή που θα είναι πάντα καταραμένη από τους ισχυρούς της γης.
Αργότερα, το 1884, ο Paul Verlaine θα χρησιμοποιήσει τον όρο στο βιβλίο του Les Poètes maudits, όπου κάνει αναφορά στους Tristan Corbière, Arthur Rimbaud, Stéphane Mallarmé.
Μετά τον Verlaine, θα χρησιμοποιηθεί από πάρα πολλούς έτσι σιγά-σιγά θα φτάσει και στην Ελλάδα, όπου οι Λαπαθιώτης, Καρυωτάκης, Πολυδούρη και άλλοι θα χαρακτηριστούν καταραμένοι.
Για μένα, δεν υπάρχουν καταραμένοι ποιητές γιατί κανένας δεν τους καταράστηκε. Ίσως η κοινωνίας μας να είναι και εκφράστηκαν έτσι.