Ἀπὸ παιδὶ ἡ μάνα μου μ’ ἔκανε βρύση
καὶ μὲ ὅρκισε βρύση ἄλλη νὰ μὴν συναντῶ
νὰ διψάω ἀκόμα κι ὅταν ξεδιψάω
νὰ σκέπτομαι τόπους ποὺ δὲν ἔχουν νερό.
Γι’ αὐτὸ
καὶ στ’ ὁλόγιομο φεγγάρι διψάω
καὶ διψῶ ὅταν τὸ βλέπω λειψὸ
διψῶ ὅταν ἔρχεσαι, κι ὅσο μένεις διψάω
κι ὅταν φεύγεις
διψάω, διψῶ.