Γυρίζουν τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, παίρνουν
τὰ παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ἥσυχα, κι ἔπειτα σέρνουν
γιὰ τελευταία φορὰ τὰ βήματά τους.
Ἦταν ἡ ζωή τους, λένε, τραγῳδία.
Θεέ μου, τὸ φρικτὸ γέλιο τῶν ἀνθρώπων,
τὰ δάκρυα, ὁ ἵδρως, ἡ νοσταλγία
τῶν οὐρανῶν, ἡ ἐρημιὰ τῶν τόπων.
Στέκονται στὸ παράθυρο, κοιτᾶνε
τὰ δέντρα, τὰ παιδιά, πέρα τὴ φύση,
τοὺς μαρμαράδες ποὺ σφυροκοπᾶνε,
τὸν ἥλιο ποὺ γιὰ πάντα θέλει δύσει.
Ὅλα τελείωσαν. Τὸ σημείωμα νά το,
σύντομο, ἁπλό, βαθύ, καθὼς ταιριάζει,
ἀδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
γιὰ κεῖνον ποὺ θὰ κλαίει καὶ θὰ διαβάζει.
Βλέπουν τὸν καθρέφτη, βλέπουν τὴν ὥρα,
ρωτοῦν ἂν εἶναι τρέλα τάχα ἢ λάθος,
«ὅλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πὼς θ᾿ ἀναβάλουν βέβαιοι κατὰ βάθος.