«Μ’ όλα όσα πέτυχα λοιπόν, τι κέρδισα», είπα,
«μ’ όλους τους κόπους μου και μ’ όλες τις θυσίες;
Τη χλεύη κάθε μέρα αυτού του αγροίκου τόπου,
όπου την προσφορά τιμούν με ισόποση έχθρα
κι όπου η υπόληψη όλης σου της ζωής
σβήνει μες σε μια νύχτα. Κι όμως, θα μπορούσα,
πόσο πολύ το λαχταρούσα εσύ το ξέρεις,
στους χλοερούς να ζω τους ίσκιους της Φερράρας·
ν’ ανηφορίζω μέσα στα είδωλα του Ουρμπίνο –
τ’ αρχοντικά γαλήνια είδωλα του χθες
βράδυ-πρωί στ’ απότομα παλιά στενά του
εκεί όπου η Δούκισσα κι οι οικείοι της τα ’λέγαν
απ’ τα μεσάνυχτα έως τη στιγμή που βλέπαν
στα παραθύρια τα μεγάλα το πρωί·
κι ίσως εκεί φίλο κανέναν να μην είχα
που αρχοντιά και πάθος να μην τά ’νιωθε ένα
όπως αυτοί μπρος στης αυγής τα ωχρά κεριά.
Θα ’κανα χρήση έτσι του μόνου προνομίου
ετούτης της δουλειάς, συντρόφους να επιλέγω
και τόπο αυτόν που πιο πολύ μ’ ευχαριστεί.»
Κι ο φοίνικάς μου μ’ έψεξε απαντώντας:
«Μέθυσοι, αγύρτες, κλέφτες των δημόσιων πόρων,
όλος ο όχλος ο άτιμος που ’κανα πέρα,
μόλις η τύχη μου άλλαξε σηκώσαν πάλι
τα μάτια να με δουν· κι άλλοι μου ορμήσαν
απ’ όσους είχα ευεργετήσει και ταΐσει·
μα ούτε τώρα ούτε ποτέ λόγο δεν είπα
κακό για τον λαό.»
Σ’ αυτό να πω ένα βρήκα:
«Εσύ δεν έζησες στη σκέψη, αλλά στην πράξη,
μπορείς να είσαι αγνή σαν δύναμη της φύσης,
ωστόσο εγώ που ’χω αρετή μου να διακρίνω
με τα όργανα του νου, δεν γίνεται να κλείσω
τα μάτια μου στη σκέψη και να μη μιλήσω».
Κι όμως, τα λόγια της ταράξαν την καρδιά μου
και σάστισα πολύ, και χρόνια εννιά από τότε,
σαν τα θυμάμαι, ακόμη προχωράω σκυφτός.