Μέρες καλύτερες θά ᾿ρθοῦν, τό λέει τό ἔνστικτό μου
αὐτό τό κάτι μέσα μου, τό ἐντελῶς δικό μου.
Χαράζουνε τά πρόσωπα, τά βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν καί τώρα το μαθαίνουν.
Κι αὐτοί ποὺ μᾶς πληγώσανε, καθώς τό φῶς τελειώνει
αἰσθάνονται τήν μοναξιά πού Ἕλληνες ἑνώνει
καί δέν ἀκοῦν τά κόμματα καί τό μεγάφωνό τους
τόν χτύπο μόνο τῆς καρδιᾶς πού μᾶς βαφτίζει ἀνθρώπους.
Γιατί εἶν᾿ ἡ ἀγάπη δόσιμο καί δάκρυ πού ματώνει
καί πόρτα μισοσκότεινη κι ἀπ᾿ ἔξω μᾶς κλειδώνει
ὥσπου ἡ δόλια ἡ φωνή νά βρεῖ τήν ρίζα ἐκείνη
πού χάσαμε κι ἐγώ κι ἐσύ σάν Φραγκολεβαντίνοι
φιλότεχνοι κι ἀλλοίθωροι πρός κάποια δύση πάντα
πού παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι ἀπ᾿ τό ’30
τὴν ὥρα πού τό μέσα μας κοβόταν σάν διαμάντι
στοῦ Καζαντζίδη τό λυγμό καί τοῦ Παπαδιαμάντη.