Ποτὲ δὲν θὰ πειράξω
τὰ ζῷα τὰ καϋμένα·
μὴ τάχα σὰν ἐμένα
κ᾿ ἐκεῖνα δὲν πονοῦν;
Θὰ τὰ χαϊδεύω πάντα,
προστάτης των θὰ γείνω,
ποτὲ δὲν θὰ τ᾿ ἀφίνω
σ᾿ τοὺς δρόμους νὰ πεινοῦν.
Ἂν δὲν μιλοῦν κι’ ἐκεῖνα
κι’ ὁ λόγος ἂν τοὺς λείπῃ,
μήπως δὲν νοιώθουν λύπη,
δὲν νοιώθουν καὶ χαρά;
μήπως καρδιὰ δὲν ἔχουν
σ᾿ τὰ στήθη των κρυμμένη,
ποῦ τὴ χαρὰ προσμένει
κι’ ἀγάπη λαχταρᾷ;
Ἀκόμα κι’ ὅταν βλέπω
πῶς τὰ παιδεύουν άλλοι,
ἐγὼ θὰ τρέχω πάλι
μὲ θάρρος σταθερό,
θὰ προσπαθῶ μὲ χάδια
τὸν πόνο των νὰ γιάνω,
κι’ ὅ,τι μπορῶ θὰ κάνω
νὰ τὰ παρηγορῶ.
Δημοσιεύτηκε στην σελίδα Νέα Αθηναϊκή Σχολή