Η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα ξεκίνησε περίπου στα 1870. Η πρώτη καταγεγραμμένη φυτεία εντοπίζεται στο Άργος, όπου ήρθαν εργάτες από την Αραβία για να μεταφέρουν την τεχνογνωσία τους.
Αν και το φυτό δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για να αναπτυχθεί, η επεξεργασία του για την παραγωγή ρητίνης – γνωστής ως χασίς – ήταν πιο σύνθετη και γινόταν κυρίως τον χειμώνα. Τότε, οι χαμηλές θερμοκρασίες και η ξηρή ατμόσφαιρα βοηθούσαν στο να συλλεχθεί η ρητίνη με μεθόδους όπως το αλώνισμα, το τρίψιμο και το κοσκίνισμα.
Η χειμερινή περίοδος, όταν δεν υπήρχαν άλλες αγροτικές εργασίες, ήταν ιδανική για την επεξεργασία του χασίς. Έτσι, σε πολλές περιοχές δημιουργήθηκαν αποθήκες και πρόχειρα «εργοστάσια» που απασχολούσαν δεκάδες άντρες και γυναίκες. Κάποιες μαρτυρίες μιλούν για πάνω από 150 τέτοιες μονάδες.
Η καλλιέργεια σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, με την Αρκαδία – και ειδικά την επαρχία Μαντινείας – να γίνεται το κύριο κέντρο παραγωγής. Σύμφωνα με την απογραφή του 1911, εκεί παράγονταν πάνω από το 90% της ελληνικής παραγωγής κάνναβης, φτάνοντας τους 1.784 τόνους.
Παράλληλα με την καλλιέργεια, άρχισε και η χρήση της ινδικής κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η ουσία πωλούνταν νόμιμα στα φαρμακεία και χρησιμοποιούνταν σε ιατρικά σκευάσματα. Ένα δημοφιλές προϊόν ήταν τα σιγάρα Grimault, που θεωρούνταν κατάλληλα για το άσθμα. Ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, για παράδειγμα, είχε ζητήσει το 1877 από τη σύζυγό του να του στείλει τέτοια σιγάρα από την Ιταλία αν και διαφημίσεις της εποχής δείχνουν πως το προϊόν διατίθετο και στα φαρμακεία της Αθήνας.
Κατά την ίδια περίοδο, εμφανίζονται και νέες λέξεις που σχετίζονται με τη χρήση κάνναβης, όπως «χασισοποσία», «χασισοποτείο» και «χασισοποτισμένος», δείχνοντας πως η ουσία είχε αρχίσει να αποκτά κοινωνική παρουσία. Όσον αφορά τη διάδοση του χασίς, υπάρχουν δύο κύρια σενάρια. Το πρώτο υποστηρίζει ότι οι ίδιοι οι αγρότες και οι εργάτες που δούλευαν στις φυτείες δοκίμαζαν και κρατούσαν μέρος της παραγωγής για προσωπική χρήση, όπως συνέβαινε με τον καπνό. Το δεύτερο αναφέρει πως το χασίς εξαπλώθηκε κυρίως μέσω των λιμανιών, με την Ερμούπολη να παίζει καθοριστικό ρόλο λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης και της παρουσίας ναυτικών και μεταναστών που έφερναν τη συνήθεια από την Ανατολή.
Καθώς ο Πειραιάς αντικατέστησε την Ερμούπολη ως βασικό εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο, η κατανάλωση χασίς φαίνεται να μεταφέρθηκε κι εκεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης, που γεννήθηκε στη Σύρο αλλά ήρθε στον Πειραιά το 1917 και εκεί ήρθε σε επαφή με τον κόσμο των χασισοποτείων και του ναργιλέ.
Εκτός από τα λιμάνια, σημαντικός τόπος διάδοσης του χασίς υπήρξαν και οι φυλακές.
Μέγας αριθμός των εν ταις φυλακαίς κρατουμένων ποιούνται χρήσιν του Χασίς, ιδίως δε επιρρέπειαν εις αυτό δείκνυσιν η τάξις εκείνη των λωποδυτών, ήτις ευρίσκεται εις αδιάλειπτον συνάφειαν προς τους παραπλησίας κατηγορίας βίον πλάνητα άγοντας και εκ Κωνσταντινουπόλεως, Σκουτάρεως, Προύσ σης, Σμύρνης, Αιγύπτου και Αραβίας αφικνουμένους.
Πολλοί κρατούμενοι, ειδικά εκείνοι που προέρχονταν από περιοχές της Ανατολής όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και η Αίγυπτος, μετέφεραν τη χρήση του χασίς στους Έλληνες συγκρατούμενούς τους. Έτσι, είτε μέσω των λιμανιών είτε των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, η ουσία διαδόθηκε κυρίως στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου η κάνναβη καταναλωνόταν ως βρώσιμος πολτός ή υγρό σκεύασμα, όπως τον πρασινωπό πολτό από χασίς που δοκίμασαν ο Μπωντλέρ και οι σύντροφοί του, στην Ελλάδα κυριάρχησε το κάπνισμα. Αν και λέξεις όπως «χασισοποσία» δίνουν την εντύπωση πόσης, η φράση αυτή απλώς αντανακλά παλαιότερες λεκτικές συνήθειες – όπως όταν παλιότερα έλεγαν «πίνω τον καπνό». Ακόμα και σήμερα σε κάποιες περιοχές, όπως στον τόπο μου, την Κύπρο, λέγεται «πίνω ένα τσιγάρο», αντί για «καπνίζω», κάτι που δείχνει τη γλωσσική συνέχεια.