Οι νεκροί βρομούσαν από ʼνα
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι –
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απʼ την πίσω
πόρτα στον Άη-Γιάννη,
δεν τους φορούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς –πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του– άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ώς το μέλλον.
Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.
Καλλιτέχνης: Λευτέρης Οικονόμου