Τι είναι ένας επαναστατημένος άνθρωπος; Ένας άνθρωπος που λέει όχι. Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται: είναι ακόμα κι αυτός που λέει ναι από την πρώτη του κίνηση. Ένας σκλάβος που σ’ όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές ξαφνικά κρίνει μια νέα εντολή απαράδεχτη. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του “όχι”;
Σημαίνει, λόγου χάρη, “η υπόθεση τραβάει μακριά”, “μέχρι εκεί και μη παρέκει”, “το παρακάνετε” κι ακόμα “υπάρχει ένα όριο που δε θα ξεπεράσετε”. Με λίγα λόγια αυτό το όχι επιβεβαιώνει την παρουσία ενός ορίου. Ξαναβρίσκουμε την ίδια ιδέα του ορίου στο αίσθημα του επαναστατημένου ότι ο άλλος υπερβάλλει, ότι απλώνει τα δικαιώματά του πέρα από κάποια σύνορα όπου εκεί βρίσκουν αντιμέτωπο ένα άλλο δικαίωμα και περιορίζονται απ’ αυτό.
Έτσι το κίνημα εξέγερσης στηρίζεται ταυτόχρονα πάνω στην κατηγορηματική άρνηση μιας παραβίασης που κρίνεται απαράδεχτη και την όχι πολύ ξεκάθαρη βεβαιότητα ενός σταθερού δικαιώματος ή σωστότερα την εντύπωση του επαναστατημένου ότι “έχει το δικαίωμα να…”.
Η εξέγερση δε γίνεται χωρίς το αίσθημα ότι, κάποιος και κάπου, έχει δίκιο. Εδώ είναι που ο επαναστατημένος σκλάβος λέει ταυτόχρονα και ναι και όχι. Επιβεβαιώνει ότι εκτός από το όριο υποψιάζεται πως κάτι υπάρχει που θέλει να διατηρήσει μέσα από το όριο. Αποδείχνει πεισματάρικα ότι υπάρχει μέσα του κάτι που “αξίζει τον κόπο να…”, που ζητάει να το προσέξουν. Με κάποιο τρόπο, αντιμετωπίζει τη διαταγή που τον καταπιέζει μ’ ένα είδος δικαιώματος να μην καταπιεστεί περισσότερο απ’ όσο μπορεί ν’ ανεχτεί.
Μαζί με την αποστροφή για τον παρείσαχτο, σε κάθε εξέγερση υπάρχει μια τέλεια, στιγμιαία εναρμόνιση του ανθρώπου μ’ ένα μέρος του εαυτού του. Αυτόματα λοιπόν παρεμβαίνει μια κρίση αξίας που τον εκθέτει σε χίλιους κινδύνους. Μέχρι τότε σώπαινε αφημένος στην απελπισία της παραδοχής μιας κατάστασης έστω κι αν την έκρινε άδικη. Σωπαίνοντας αφήνεις να πιστεύουν ότι δεν έχεις ούτε κρίση ούτε επιθυμία για τίποτα και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά δεν επιθυμείς τίποτα.
Η απελπισία, όπως και το παράλογο, επιθυμεί και κρίνει τα πάντα και τίποτα ειδικά. Η σιωπή την εκφράζει εύγλωττα. Αλλά όταν αρχίσει να μιλάει, ακόμα κι αν πει όχι, επιθυμεί και κρίνει. Ο επαναστατημένος με την ετυμολογική έννοια αλλάζει στάση. Ήταν υποταχτικός κάτω από το μαστίγιο του αφέντη. Ξαφνικά παύει να είναι πειθήνιος. Θέλει ν’ αντιτάξει κάτι που προτιμάει σε κάτι που δεν του αρέσει. Κάθε αξία δεν συνεπάγεται και επανάσταση, αλλά κάθε κίνημα εξέγερσης συνεπάγεται σιωπηλά μια αξία. Αλλά πρόκειται πάντα για αξία;
Από το κίνημα εξέγερσης γεννιέται, έστω και συγκεχυμένα η συνειδητοποίηση: η αντίληψη που ξεπροβάλλει ξαφνικά πως μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί έστω και προσωρινά. Μέχρι τώρα αυτός ο συνταυτισμός δεν είχε γίνει αντιληπτός. Ο δούλος άντεχε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις πριν από την εξέγερση.
Συχνά μάλιστα είχε δεχτεί χωρίς ν’ αντιδράσει διαταγές πιο καταπιεστικές από κείνη που προκάλεσε την αντίδρασή του. Έκανε υπομονή, απωθώντας τες ίσως μέσα του αλλά μια και σώπαινε συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντά του παρά για τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του. Χάνοντας την υπομονή του, με την ανυπομονησία αρχίζει ένα κίνημα που μπορεί να επεχταθεί σε κάθε τι που αποδεχόταν μέχρι τότε.
Αυτή η ορμή δρα σχεδόν πάντα αναδρομικά. Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ίδια την ιδιότητα του σκλάβου. Το κίνημα εξέγερσης τον οδηγεί πιο πέρα από την απλή άρνηση. Ξεπερνά ακόμα και το όριο που έθετε στον αντίπαλό του ζητώντας τώρα να τον μεταχειρίζονται σαν ίσο. Αυτό που ήταν πρώτα μια ακαταμάχητη αντίσταση του ανθρώπου γίνεται τώρα ολόκληρος ο άνθρωπος που ταυτίζεται μ’ αυτή και περιέχεται σ’ αυτή.
Το μέρος της προσωπικότητάς του που επιθυμούσε να το σέβονται το θέτει πάνω από τ’ άλλα και του δίνει προτεραιότητα απ’ όλα τ’ άλλα, ακόμα κι από τη ζωή. Γίνεται γι’ αυτόν το υπέρτατο αγαθό. Ζώντας μέχρι τότε μέσα σ’ έναν κονφορμισμό, ο σκλάβος ρίχνεται απότομα από το “μια κι είναι έτσι τα πράγματα…” στο “όλα ή τίποτα”. Η συνείδηση προβάλλει στο φως μαζί με την εξέγερση.
Διαπιστώνουμε όμως πως είναι συνείδηση ενός όλου ακόμα αρκετά αδιαμόρφωτου και συνάμα ενός “τίποτα” που προαγγέλλει τη δυνατότητα της θυσίας του ανθρώπου γι’ αυτό το όλο. Ο επαναστάτης θέλει να είναι το παν, να ταυτίζεται ολοκληρωτικά μ’ αυτό το αγαθό που συνειδητοποίησε ξαφνικά και που επιθυμεί ν’ αναγνωρίζεται και να γίνεται σεβαστό σαν στοιχείο της προσωπικότητάς του, η να είναι ένα τίποτα, δηλαδή να αποστερηθεί οριστικά τη δύναμη που κυριαρχεί μέσα του.
Τέλος αποδέχεται την τελική πτώση που είναι ο θάνατος, αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό ιερό δικαίωμα που θα ονομάσει, π.χ., ελευθερία. Καλύτερα να πεθαίνει όρθιος παρά να ζει γονατιστός.
**************
Ο σκλάβος δεν ξεσηκώνεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις, όταν κρίνει πως με την υπάρχουσα τάξη κάτι μηδενίζεται μέσα του που δεν ανήκει μόνο σ’ αυτόν, αλλά είναι κοινός τόπος, όπου όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι εκείνος που τον προσβάλλει και τον καταπιέζει, μπορούν να βρουν μια κοινότητα.
Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson