Έτσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας.
Μα τούτο τ’ όνειρο ήταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων
και των αδικημένων.
Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί.
Και τ’ όνειρο μεγάλωνε
– σιγά σιγά μεγάλωνε –
πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,
ετούτο τ’ όνειρο των πεινασμένων
τ’ όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.
Σκέψου η ζωή
να τραβάει το δρόμο της
και συ να λείπεις,
νάρχονται οι Άνοιξες με τα πολλά
διάπλατα παράθυρα και συ να λείπεις,
νάρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια
του κήπου με χρωματιστά φορέματα
και συ να λείπεις,
ενα ανθισμένο δένδρο να σκύβει
στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν
στα μπαλκόνια
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος
και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται
και σένα να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται
και συ να κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα
και τα κουμπιά του σακακιού σου
ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’το χώμα
κι η σφαίρα η σφηνωμένη
στην καρδιά σου να μην λιώνει
όταν η καρδιά σου,
πού τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θάχει λιώσει.
Τρέχαν στους δρόμους
– φώναζαν ζήτω –
αχ κι οι ροδιές ν’ ανάβουν
κόκκινα βεγγαλικά στου περβολιού
το Πάσχα
και τα χουνιά από γειτονιά σε γειτονιά
ναν το λαλάν ναν το λαλάν
γεια και χαρά Λε, μωρέ Λε,
γεια και χαρά σου Λευτεριά.
Να λείπεις
δεν είναι τίποτα να λείπεις,
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
πού γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο.