Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Αργύρης Χιόνης – Η πολιτεία των κωφαλάλων

Σε μια απ᾽ τις άπει­ρες πε­ρι­πλα­νή­σεις μου, για να γνω­ρί­σω τα θαυ­μα­στά και τα πε­ρί­ερ­γα αυ­τού του κό­σμου, ο δρό­μος μου μ᾽ έφε­ρε και μ᾽ άφη­σε για λί­γο σε μια πο­λι­τεία που κα­νείς απ᾽ τους κα­τοί­κους της δεν άκου­γε, ού­τε μί­λα­γε.

Έφτα­σα εκεί ένα πρω­ι­νό και νό­μι­σα πως έμπαι­να σε κά­ποιο όνει­ρο, για­τί, ενώ οι δρό­μοι, οι αγο­ρές και τα μα­γα­ζιά ήταν γε­μά­τα κό­σμο που ασχο­λιό­ταν με το κα­θη­με­ρι­νό πά­ρε-δώ­σε, ήχος κα­νείς δεν ακου­γό­τα­νε. Με­τά το πρώ­το ξάφ­νια­σμα, ανα­κά­λυ­ψα άλ­λο ένα θαυ­μα­στό πρά­μα. Οι κω­φά­λα­λοι αυ­τοί άν­θρω­ποι δεν έκα­ναν ού­τε καν χει­ρο­νο­μί­ες για να συ­νεν­νο­ού­νται με­τα­ξύ τους, όπως γί­νε­ται μ᾽ όλους τους όμοιούς τους, σ᾽ όλο τον κό­σμο. Όλη η συ­νεν­νό­η­σή τους γι­νό­ταν με τα μά­τια. Εκεί­νη, την πρώ­τη μέ­ρα, αλ­λά κι όσο έμει­να σ᾽ αυ­τή την πο­λι­τεία, εί­δα εμπό­ρους και πε­λά­τες να συ­ναλ­λάσ­σο­νται και να πα­ζα­ρεύ­ουν με τα μά­τια, ερω­τευ­μέ­νους να εξο­μο­λο­γού­νται ο ένας στον άλ­λο τον έρω­τά τους και τα πά­θη τους με τα μά­τια, αν­θρώ­πους να βρί­ζο­νται ή ν᾽ ανταλ­λάσ­σουν φι­λι­κά αι­σθή­μα­τα με τα μά­τια… Κι όλ᾽ αυ­τά χω­ρίς ού­τε στο πα­ρα­μι­κρό να χα­μο­γε­λούν, να συ­νο­φρυώ­νο­νται ή να μορ­φά­ζουν. Κοι­τά­ζο­νταν απλώς βα­θιά στα μά­τια και διά­βα­ζαν ο ένας τη σκέ­ψη του άλ­λου. Μέ­χρι να το κα­τα­λά­βω αυ­τό, εί­δα κι έπα­θα για να συ­νεν­νοη­θώ μα­ζί τους, για­τί έτσι που εί­μα­στε συ­νη­θι­σμέ­νοι, εμείς του άλ­λου κό­σμου, να μι­λά­με για διά­φο­ρα πρά­μα­τα δί­χως να σκε­φτό­μα­στε, δί­χως να συ­γκε­ντρω­νό­μα­στε σ᾽ αυ­τά, οι κά­τοι­κοι της πο­λι­τεί­ας εκεί­νης δυ­σκο­λεύ­ο­νταν αφά­ντα­στα να εντο­πί­σου­νε τη σκέ­ψη μου για να τη δια­βά­σουν. Δεν ήταν όμως μό­νον εκεί η δυ­σκο­λία. Κά­θε φο­ρά που με κοί­τα­γαν κα­τά­μα­τα, εγώ που, όπως όλοι οι όμοιοί μου, δεν ήμου­να συ­νη­θι­σμέ­νος σε τέ­τοια κοι­τάγ­μα­τα εί­τε έστρε­φα αλ­λού το βλέμ­μα εί­τε χα­μή­λω­να αμή­χα­να τα μά­τια. Έτσι, κοι­μή­θη­κα δυο μέ­ρες στους δρό­μους δί­χως να βά­λω τί­πο­τα στο στό­μα μου και δί­χως να πλυ­θώ. Την τρί­τη όμως μέ­ρα, όταν πια, από ανά­γκη, όλη η σκέ­ψη μου ήταν συ­γκε­ντρω­μέ­νη στην τα­λαι­πω­ρία και στην πεί­να μου, ο πρώ­τος απ᾽ τους πο­λί­τες που με κοί­τα­ξε κα­τά­μα­τα με πή­ρε απ᾽ το χέ­ρι και μ᾽ οδή­γη­σε στο σπί­τι του όπου με τάι­σε και με κοί­μι­σε βα­σι­λι­κά. Οι ευ­χα­ρι­στί­ες μου, εκ­φρα­σμέ­νες φω­να­χτά, με πολ­λή έμ­φα­ση και με­γά­λο εν­θου­σια­σμό, αντή­χη­σαν μες στην από­λυ­τη σιω­πή σα μπα­κι­ρέ­νια νο­μί­σμα­τα που πέ­φτου­νε στο πέ­τρι­νο δά­πε­δο τε­ρά­στιας κι άδειας αί­θου­σας. Όταν εί­δα ότι πή­γα­νε έτσι χα­μέ­νες, κοί­τα­ξα μ᾽ απέ­ρα­ντη ευ­γνω­μο­σύ­νη τον ευ­ερ­γέ­τη μου στα μά­τια κι εί­δα να λά­μπει εκεί μέ­σα μια φλο­γί­τσα σε­μνής απο­δο­χής.

Ο λα­ός αυ­τός ήταν απέ­ρα­ντα ευ­γε­νι­κός και γεν­ναιό­δω­ρος κι όσο έμει­να μα­ζί τους, κα­μιά επι­θυ­μία μου δεν έμει­νε ανεκ­πλή­ρω­τη. Κά­πο­τε, με­τά από ένα υπέ­ρο­χο γεύ­μα με τον οι­κο­δε­σπό­τη μου και με­ρι­κούς φί­λους του, που φαί­νο­νταν άν­θρω­ποι σο­φοί κι εκλε­πτυ­σμέ­νοι απ᾽ την άσκη­ση και τη με­λέ­τη, η ψυ­χή μου πε­θύ­μη­σε βα­θιά λί­γη μου­σι­κή, σαν συ­μπλή­ρω­μα κι απο­κο­ρύ­φω­μα αυ­τής της υπέ­ρο­χης γα­λή­νης κι ευ­τυ­χί­ας που ένιω­θα. Ο ευ­γε­νι­κός οι­κο­δε­σπό­της μου φαί­νε­ται πως διά­βα­σε αυ­τή την επι­θυ­μία μου, για­τί ση­κώ­θη­κε αμέ­σως απ᾽ το τρα­πέ­ζι και, αφού έλει­ψε για λί­γο, επέ­στρε­ψε στην αί­θου­σα των συ­μπο­σί­ων συ­νο­δευό­με­νος από τρία πα­νέ­μορ­φα κο­ρί­τσια, ντυ­μέ­να με κο­ντούς μι­σο­διά­φα­νους χι­τώ­νες που κά­να­νε τα φιλ­ντι­σέ­νια τους κορ­μιά να δεί­χνου­νε ακό­μα πιο σπαρ­τα­ρι­στά. Οι καλ­λο­νές αυ­τές, αφού ακού­μπη­σαν γύ­ρω τους, σε κύ­κλο, μι­κρά χρυ­σά λι­βα­νι­στή­ρια όπου έκαι­γαν διά­φο­ρα μυ­ρω­δι­κά ρε­τσί­νια, φύλ­λα και ξυ­λά­κια, βγά­λα­νε κά­τι χρω­μα­τι­στές, φαρ­διές ται­νί­ες, εφτά η κά­θε μια, που η χρω­μα­τι­κή τους κλί­μα­κα ήτα­νε πράγ­μα ασύλ­λη­πτο για νου αν­θρώ­που, κι αρ­χί­σαν να τις κυ­μα­τί­ζουν, μι­μού­με­νες με τα κορ­μιά τους τον κυ­μα­τι­σμό αυ­τόν, τό­σο αρ­μο­νι­κά που δά­κρυα ανε­βή­κα­νε στα μά­τια μου και κύ­λη­σαν στα μά­γου­λά μου. Τέ­τοια μου­σι­κή δεν εί­χα ξα­να­δεί πο­τέ. Την ίδια νύ­χτα, και τα τρία αυ­τά θεία πλά­σμα­τα, που διά­βα­σαν στα μά­τια μου τον πό­θο, κοι­μή­θη­καν μα­ζί μου και, το πρωί, όταν ξύ­πνη­σα, ένιω­θα κα­τοι­κη­μέ­νος από μια πα­ρα­δεί­σια με­λω­δία, λες και τα κό­κα­λά μου εί­χαν γί­νει φλά­ου­τα.

Στην πο­λι­τεία των κω­φά­λα­λων έμει­να μό­νο ένα μή­να, αν και θα ᾽θε­λα πο­λύ να τε­λειώ­σω εκεί τις μέρες της ζω­ής μου. Δε μπο­ρού­σα όμως συ­νέ­χεια να δέ­χο­μαι χω­ρίς πο­τέ να προ­σφέ­ρω, για­τί έτσι που εί­μαι, απ᾽ το γέ­νος των φλύ­α­ρων αν­θρώ­πων, πο­τέ δε θα κα­τά­φερ­να να δια­βά­σω και τις δι­κές τους βου­βές επι­θυ­μί­ες και να κά­νω κά­τι κι εγώ για την εκ­πλή­ρω­σή τους. Έτσι, μιαν αυ­γή, τους απο­χαι­ρέ­τη­σα ευ­γε­νι­κά και πα­ρα­δό­θη­κα ξα­νά στο δρό­μο για να με τα­ξι­δέ­ψει όπου υπάρ­χου­νε τα θαυμα­στά και τα πε­ρί­ερ­γα αυ­τού του κό­σμου.

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.