Ἐν πολλοῖς τό μεθύσι ἀκολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ὀργασμοῦ. Ὑψώνεται σιγά σιγά καί, μετά ἀπό ἕνα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οἱ περισσότεροι ἐγκαταλείπουν λίγο ἤ πολύ πρίν ἀπό τήν κορύφωση. Μά ἡ ἀληθινή μέθη –ὅπως ἡ λύση στό θέατρο –βρίσκεται ὁλόκληρη στή τελευταία πράξη. Ὄχι στήν ἔξαψη πού σφύζει ὅπως ἡ ζωή ἀλλά στήν πτώση.
Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
Ἡ γιορτή ἀρχίζει νά σβήνει καί τά τελευταία της φῶτα. Ὅποιος ἔφαγε κάποτε μάτια ἀγελάδας, γράφει ὁ Τζόις, θά τόν κοιτάζουν κατόπιν ὅλη του τή ζωή. Ποιά εἶναι τά μάτια ποῦ δέ βασιλεύουν ποτέ στά κατάβαθά του μεθυσμένου;
Κάνοντας ἀσύνδετες σκέψεις ( ποῦ βρῆκε τό ἁλάτι της ἡ θάλασσα; πόσα σύννεφα ἔχει ὁ οὐρανός; ) ἀπό τήν ἐξημμένη δύναμη τῆς ἀρχῆς φτάνει στή γενική καταρράκωση. Κανένας μίμος δέν τόν φτάνει σέ αὐτό τό ρόλο τοῦ δυστυχισμένου. Ἀδελφός τῆς ἀσχήμιας, τοῦ κουρελιάσματος, ἀνεβαίνει σέ φράσεις καί πέφτει ἀπό ἐκεῖ ὅπως ἀπό γκρεμό. Ἕνα ἀντίο ἀπό ἕνα στόμα χωρίς στομάχι. Τά τελευταία ποτήρια τά πίνει ἀχόρταγα, ὅπως οἱ ποδοσφαιριστές τό νερό στίς παρατάσεις τῶν καλοκαιρινῶν ἀγώνων κυπέλλου.
Βγαίνει ἤ τόν βγάζουν στό δρόμο. Θά ἀρχίσει νά χτυπάει πόρτες; Νά τυραννάει τή συσκευή τοῦ Μπέλ; Νά ἀνασταίνει πρόσωπα θαμμένα κάτω ἀπό τά φύλλα τοῦ ἡμερολογίου; Καθώς ὅλες του οἱ ἡλικίες σέρνονται μεθυσμένες καί τυφλές, ἡ τελευταία του μεταμόρφωση εἶναι αὐτή: παριστάνει τήν ἐπιστροφή τοῦ χρόνου.
Κάθε γνήσιο μεθύσι καταλήγει σέ πλήρη κατάπτωση, σέ γκρέμισμα, σάν μικρός θάνατος. Γι’αὐτό ἡ ἐπιστροφή στό σπίτι –δέν ἁρμόζει νά μεθᾶμε σπίτι μας – ἀποτελεῖ πάντα μία μικρή περιπέτεια. Ἄς σεβόμαστε αὐτά τά κουφάρια πού καταφέρνουν νά βαδίζουν. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος μας, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πρόδρομοι.
Ὁ μεθυσμένος δέ γυρεύει πιά τίποτα. Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα. Ecce homo: μία πέτρα ἀμέθυστου, ὅπου ἕνα ἀσώματο χέρι σκαλίζει τραυλά τή μορφή τῆς μάνας του.
Ἄν ὁ μεθυσμένος ξυπνήσει, ξυπνάει πάντα σάν πλατωνική φράση: πάνυ χαλεπῶς ἔχω ὑπό τοῦ χθές πότου καί δέομαι ἀναψυχῆς τινός… Ματαίως…
Πίνακας: James Ensor