«Ἡ Ποίησις — εἶπε ὁ Πόε — δὲν εἶναι τὸ Ἔργο μου: εἶναι τὸ πάθος μου».
Λακωνικώτερος καὶ ἀκριβέστερος χαρακτηρισμὸς δὲν ἠμποροῦσε νὰ δοθεῖ. Γιὰ τὴ λογική, ὑπάρχει στὴν Κριτικὴ ἀρκετὸς τόπος. Γιὰ τὴν ψυχολογία, ὑπάρχει στὴν πρόζα ἀρκετὸ ἔδαφος. Γιὰ τὴν ποίηση εἶναι τὸ πάθος, — τὸ πάθος σὲ ὅλη του τὴν κλίμακα.
Ὅταν ἤμουν νεώτερος, ἤθελα ἡ ποίησις νὰ εἶναι πρὸ παντὸς εὐγενής: τὸ ἄγγιγμα τῶν πραγμάτων· τὸ πέταγμα ἐπάνω ἀπὸ τὰ βάθη· ἡ πίκρα ποὺ λυώνει σὲ χαμόγελο· κ’ ἡ εὔγραμμη γαλήνη ποὺ δὲ σκοτίζεται ποτέ.
Ὅσο μεγαλώνω, ἀγαπῶ πάντα τὴ συμμετρία, μὰ καὶ τὴ σφοδρότητα· τὸν ρυθμό, μὰ καὶ τὴν ἔνταση· τὴν τέχνη, μὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο δυνατὸ ἀποτέλεσμα ἐπάνω στὴ συγκίνηση· τὶς τελειωτικὲς ὀξύφωνες κραυγές, — πᾶν ὅ,τι δίνει τὴν ὑψίστη σπουδαιότητα, τὴν αἰσθητότερη συνείδηση τῶν πραγμάτων.
Ἀφ’ ὅτου ἡ ποίησις παρεξηγήθηκε κ’ ἐξέπεσε σὲ μιὰ ἔμμετρη πρόζα, δημιουργήθηκε ἡ ἔννοια τοῦ λυρισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι παρ’ αὐτὴ ἡ καλῶς ἐννοουμένη ποίησις.
Ὁ διανοούμενος ἑλκύεται ἀπὸ τὸ μεγάλο· ὁ αἰσθητικὸς ἀπὸ τὸ τέλειο.
Ἕνας πραγματικὸς καλλιτέχνης καὶ τὶ δὲν θἄκαμνε, καὶ τὶ δὲν θἄδινε, γιὰ ν’ ἀποκτήσει πάλι στιλπνὸ καὶ διάφανο τὸ θεϊκὸ μέταλλο τὴς συγκινήσεως, ποὺ ἡ λαμπρότητά του βρίσκεται πιὰ μόνο στὴν ἀνάμνησή μας! Ὁ ἔρωτας, ἡ ποίησις, ἡ νευρασθένεια, τὸ ἀλκοόλ, ἡ φωτιά, ὅλα θὰ τοῦ ἦταν εὑπρόσδεκτα, μόνον ἂς μποροῦσε νὰ αἰσθανθῆ, — ἔντονα, βαθειά, καὶ μὲ ἀκρίβεια! — ἔστω κι’ ἂν δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ γράψη!
Ὑπάρχει στὴν ποίηση μουσική, εἶναι ἡ γοητεία της. Ὅπως ὁ ὑπνωτιστὴς δὲν γοητεύει μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὸν τόνο τὴς φωνῆς, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ποιητής: αἵρεται ἀπὸ τὰ λόγια, πρὸς τὸν τόνο, ποὺ σὰν ρεῦμα σὲ ὑπόκωφη κίνηση, περιστρέφεται γύρω ἀπ’ τὸν ἔναρθρο λόγο.
«Καὶ μὲς στὴν τέχνη πάλι ξεκουράζομαι ἀπ’ τὴ δούλεψή της» εἶπε ὁ ποιητής. δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀγωγὴ τελειότερη γιὰ τὸν ποιητή, παρὰ ἡ ἴδια ἡ ποίηση, ἡ μακρότατη ποιητικὴ παράδοση, ὁ μέγας αὐτὸς κόσμος! Ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν τέχνη, ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ ἀδρανὴς ὕλη, μιὰ σύγχυση ὑποδεέστερη, ἀσυστηματοποίητη κι’ ἀνοργάνωτη καὶ ποὺ — τὸ χειρότερο — δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε πιὸ πολὺ… Στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει ἄλλο, ἀπὸ προσωπικὲς συλλήψεις προσωπικὲς ἀγωνίες, προσωπικὲς μορφές. Ἡ ἀντικειμενικότητα εἶναι ἀπάτη.
Ἡ φαντασία εἶναι ὁ θησαυρός, τοῦ ὁποίου ποτὲ δὲ θὰ ἀντιληφθοῦμε ἀκέρια τὴ σημασία. Θεμέλιο ὅπου βασίζονται τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ ἡ βούλησις καὶ ἡ ζωή.
Ἡ πίκρα, ἡ ἀπόγνωση, ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπελπισία, ἡ τραγικότητα, δὲν εἶναι δυστυχήματα γιὰ τὸν καλλιτέχνη. Δυστύχημα εἶναι ὁ περισπασμὸς κ’ ἡ παραζάλη, ἡ ἀπορρόφηση τῆς πεζότητας τὴς ζωῆς.
Φυσαρμόνικες τῶν χεριῶν καὶ φυσαρμόνικες τῶν χειλιῶν, — παλιοὶ φωνογράφοι, — orgues de barbarie, harmoniflutes — ἀνώνυμα, φτωχὰ ὄργανα τῶν δρόμων, πῶς σᾶς λατρεύω!
Οἱ μεγάλες κι’ ἀριστοκρατικὲς μουσικὲς ξαφνιάζουν μὲ τὴν ἐπισημότητά τους· χρειάζεται κανεὶς ἔνδυμα γάμου γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μ’ αὐτές. Ὅμως αὐτὰ τὰ φτωχὰ ὄργανα, ποὺ τρεμουλιάζει ὅση ποίηση ὑπάρχει στὴ μεγάλη ζωή μπαίνουν ἀμέσως στὴν καρδιά μας.
Τίποτα δὲν ἁρμόζει πιότερο ἀπ’ αὐτὰ στὴ μοναξιὰ καὶ στὴν περισυλλογή, στὴν ἤμερη σιωπὴ τῶν δωματίων μὲ τὰ βιβλία, στοὺς μοναχικοὺς περιπάτους, στὸ βαθὺ ὄνειρο ποὺ σαλεύει πίσω ἀπ’ τὴν καθημερινὴ σκέψη μας.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, τεύχος 11, Οκτώβριος 1927
Πίνακας: William Blake