Θα ‘ρθεις μια μέρα που δεν θα σε περιμένω
η καρδιά μου θα χτυπάει κανονικά
και το κρεβάτι θα ‘ναι άστρωτο
η φούστα μου και τα μαλλιά μου
θα ‘ναι βρεμένα απ’ τα νερά το καλοκαίρι
αν πάλι είναι χειμώνας θα ‘χω ριγμένο απάνω μου
το μαύρο σάλι της γιαγιάς μου
ακούω μια πόρτα
δεν ξέρω αν κλείνει ή αν ανοίγει
στο σάλι μπορεί να ‘χουνε μπλεχτεί και λίγες άσπρες τρίχες
εχτός και καμιά μέρα
χωρίς καθόλου ήλιο κάτσω και τα βάψω
δε θέλω αλλά μπορεί
μια άλλη τέτοια μέρα σου λέω παρά λίγο
ύστερα έκλαψα κάμποσο άργησα κι από τη δουλειά
τη μέρα εκείνη καθάρισα την τσάντα μου
από παλιά χαρτιά κι ονόματα
λούστηκα και πήγα μόνη στο σινεμά
ήτανε πρώτη φορά και το σημείωσα
θα ‘ρθεις το ξέρω μόλις βγεις
ένα πρωί
και θα ‘ναι μάλλον Κυριακή δέκα περίπου η ώρα
θα πιούμε ήσυχα καφέ δίχως πολύ να συζητάμε
ύστερα θα πας να φας στη μητέρα σου
μια άλλη μέρα
ήσυχα πάλι
θα μου μαθαίνεις των δαχτύλων τη σιγουριά
και μην ξεχνάς το στόχο θα μου λες
κάτσε ας είναι οι πόρτες ανοιχτές
όταν θα ‘ρθείς
Φωτογραφία: Antonio Palmerini