Τα ποιήματα που έζησα
στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε,
όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω.
Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες,
κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα.
Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου,
αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.
Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου·
με τα μαλλιά μου ριγμένα στα μάτια μου
– γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω.
Λοιπόν, πώς να ’χω πια τη φωνή.
Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες
μηλιές κανενός Παραδείσου.
Φωτογραφία: Roberto De Mitri