όταν ακούς τον μάιλς ντέιβις να παίζει ζωντανά το «Hannibal»,
στον δίσκο του «Live Around the World»,
ηχογραφημένο στο χόλιγουντ μπόουλ, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα αξιομνημόνευτο σόλο
που αν και εκτελεσμένο από έναν απαρέγκλιτο στην τεχνοτροπία του αρχηγό
διαρρηγνύει τις νότες, επιδίδεται σε ασύλληπτες αλλαγές σαν υδράργυρος
καυτές, η ανάσα του ξεγλιστράει από το κόρνο προσδίδοντάς στον ρυθμό αποχρώσεις υπαινικτικές,
ίσως γνώριζε πως θα μετέβαινε στην άλλη πλευρά του φεγγαριού
όχι καιρό έπειτα από εκείνο το καλοκαίρι
καθ’ ότι η τελευταία του παράσταση, ενδεχομένως
αντιλαμβανόταν, όλα του τα εξωπραγματικά χαρίσματα να στραγγίζονται αισθανόταν
από το άλλοτε ακατάβλητο, μυστηριώδες πνεύμα του σάμπως
τρεχούμενο νερό που στροβιλίζεται κατεβαίνοντας από το σιφόνι του νεροχύτη,
φαινότανε να συνειδητοποιεί το επερχόμενο τέλος― μόλις
έναν μήνα σχεδόν μετά― διότι το παίξιμό του το υπονοούσε
με έναν άκρως αλλόκοτο, αλησμόνητο τρόπο, παρ’ ότι ο ίδιος
όχι έτοιμος ακόμα να μας εγκαταλείψει και τόσα πράγματα σχεδίαζε
προκειμένου να προσφέρει διέξοδο σε όσα αδιαλείπτως κλωθογύριζε
μέσα στο ακαταπόνητο, πολυμήχανο μυαλό του
όμως ο θάνατος δεν περιμένει κανέναν ―ούτε καν τις ιδιοφυΐες―
μας επισκέπτεται σαν κλέφτης
την ύστατη στιγμή, οποτεδήποτε
επιθυμήσει το τελευταίο πολύτιμο δώρο της ανάσας κάποιου να συλήσει,
βέβαια ο μάιλς θα έφευγε ευγνώμων, εφ’ όσον όλη του
την διαρκή και απαράμιλλη δεξιοτεχνία πρόλαβε να μας χαρίσει,
με τόση ομορφιά τη ζωή μας κατάφερε να εμπλουτίσει
και για να τον θυμόμαστε σπουδαία μουσική να μας κληροδοτήσει
Aπό τη συλλογή “Errancities”, Coffe House Press 2012
Μετάφραση: Χ. Αγγελακόπουλος