Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Ίων Δραγούμης – Κριτική για τον Δωδεκάλογο του Γύφτου

Φίλε ποιητή,

Πως μπορώ να κρίνω ένα τέτοιο ποίημα; Δε θα σας πω τη γνώμη μου, μα μερικά μου συναισθήματα, σαν το διάβαζα. Πριν να μου το στείλετε σεις, το είχα πάρει και το διάβαζα ανάκατα. Ύστερα το ξαναδιάβαζα πάλι έτσι. Και τώρα το πήρα από την αρχή. Σαν όλα τα αληθινά και βαθειά έργα τέχνης, το πρώτο κοίταγμα δεν αρκεί· όσο περισσότερο το κοιτάζω, τόσο μ’ αρέσει περισσότερο, και τόσο βρίσκω περισσότερους θησαυρούς μέσα του. Γιατί είναι πλούσιο, πάρα πολύ πλούσιο, το ποίημά σας, ― όπως άλλως τε και όλα τα ποιήματά σας. Είσθε δημιουργός δηλαδή φιλόσοφος, δηλαδή ποιητής. Η επική διήγηση του ποιήματος μόλις διακρίνεται, γιατί η λυρική μουσική τη σκεπάζει, την πνίγει, κάποτε. Ο Γύφτος είναι σα μια πρόφαση, για να πήτε πιο ξάστερα και πιο ελεύθερα εκείνο που στοχάζεσθε. Αλλά τι καλά διαλεγμένη που είναι η πρόφαση αυτή. Και σ ε ι ς βέβαια δεν τον ε δ ι α λ έ ξ α τ ε το Γύφτο, αλλά τονέ ν ο ι ώ σ α τ ε κατάβαθα, και μόνος απ’ όλα τα άλλα έθνη σάς συντάραξε και σας μίλησε στην ψυχή. Κι από μέσα από τους Γύφτους εφτειάσατε, εντείνοντας, δυναμώνοντας κάθε Γύφτικια χορδή, εφτειάσατε ένα Γύφτο ξεχωριστό, μεγαλήτερο, ωραιότερο, δυνατώτερο ― και στο στόμα του βάλατε την ελληνική, τη νεοελληνική, τη βαθύτατη ψυχή σας. Βάλατε την ψυχή τη νεοελληνική, που βαρέθηκε στους περασμένους πολιτισμούς, επειδή είδε διάφανα πως πέθαναν και πάνε, κ’ επειδή έχει κάτι μέσα της, έχει κάτι καινούρια να δημιουργήσει, ― γιατί η ψυχή αυτή κουράστηκε μονάχα από τη θύμηση των περασμένων, αλλά δεν κουράστηκε από τη δημιουργία των ερχόμενων. Όταν ήμουν στη Βενετία, μ’ έπιασε μια λαχτάρα τρομερή ναν την έβλεπα να βούλιαζε, μαζί με τα παλάτια της και μ’ όλες τις θύμησες, και μ’ όλη την ιστορία της, και μου ήρθε έπειτα ένας πόθος, κάτι να γεννήσω καινούριο κι όμορφο, όσο άσκοπο κι αν φαίνονταν. Κ’ είναι, βέβαια, όλα άσκοπα στη ζωή αυτή, αλλά η δημιουργική δύναμη δεν της μέλει, και όλο γκρεμίζει και ξαναφτειάνει τα ίδια και τα ίδια. Μ’ αρέσει η αίσθηση που δίνει το ποίημά σας, πως όλα αιώνια περνούν και όλα αιώνια ξαναγυρνούν αλλαγμένα. Το ονομάζω αυτό εγώ, το δράμα του αιώνιου περάσματος, ή το δράμα της αιωνιότητας. Άμα ο άνθρωπος είναι τόσο καθαρόματος ή ανοιχτομάτης, που να έχει, πάντα το δράμα αυτό, ο άνθρωπος αυτός α ξ ί ζ ε ι, γιατί είναι ανώτερος από κάθε του πράξη, και ουδέ χάνεται μένοντας ανάμεσα στους ανθρώπους.

 Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα.

Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του.

Όλα περνούν αγύριστα,

Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη·

πάει, και να την κλαις!

Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι.

Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε

μιαν Ελλάδα, και μια νιότη.

Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια. Θα ήταν απαράλλαχτη, αν δεν είχαμε μνημονικό οι άνθρωποι, κι αν ξεχνούσαμε ολότελα. Αλλά η ιστορία μας είναι μέσα στο αίμα μας (από την αρχή ως τώρα) και το φαρμακώνει. Πρέπει να μάθουμε να ξεχνούμε. Είναι πολύ όμορφο εκείνο το «Κι όποιος δούλος σας θα γίνη…» στο τέλος της στροφής.

Αλλά και τι δεν είναι όμορφο και δυνατό και σκληρό στο στόμα του Γύφτου;

Σαν κ’ εμάς είν’ η φυλή σας· δε θαράξη

πουθενά!

Κάθε «Λόγος» του ποιήματος είναι ένα ολάκαιρο και ξεχωριστό ποίημα. Μερικοί είναι δυνατώτεροι από τους άλλους. Ο «Ερχομός» του Γύφτου είναι πολύ μουσικός και τρέχει σαν ποτάμι. Άπειρα πράγματα λέει ο στίχος ο όμορφος:

Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη.

Δείχνει όλη την εξάντληση της Πόλης. Δεν είχε πια τη δύναμη να θέλει τίποτα. Ο «Δουλευτής» είναι πολύ δυνατό. Η «Αγάπη» δεν εξαντλεί όλο το βάθος κι όλο το πάθος της αγάπης, ίσως επειδή την έχει από καιρό ξεπεράσει ο Γύφτος. Αλλά είναι γιομάτο ιδέες χτυπητές. Και τους «Θεούς» τους έχει ξεπεράσει ο Γύφτος, όχι όμως και τους «Αρχαίους». Ο «Θάνατος των αρχαίων», το πέρασμα κείνο των ειδώλων, είναι θαυμάσιο. Η περιγραφή, σ’ όλο το ποίημα, μου μιλούν κατευθεία, και είναι χτυπητά βάλμένες και πλασμένες (είναι το επικό μέρος). Ο στίχος κι ο ρυθμός, ο πλούτος και το ανυπόταχτο των ρυθμών και στίχων, με μαγεύουν σ’ όλο το ποίημα. Και ότι όλα, ιδέες, εικόνες, στοχασμοί, αισθήματα, στίχοι ρυθμοί, μουσική, σκοτάδια και φώτα, ίσκιοι και φεγγοβολιές, είναι π ρ ο σ ω π ι κ ά και δ ι κ ά σας, το λέει το τετράστιχο αυτό, το όμορφο, και που ταιριάζει στον καθένα, που ξέρει να τραγουδά κατά κάποιο δικό του τρόπο:

Ξέρω απ’ όλα τα τραγούδια,

μα για να τα πω,

τα ταιριάζω τα τραγούδια,

στο δικό μου το σκοπό.

Οι τρεις λόγοι: ο «Θάνατος των θεών», ο «Θάνατος των αρχαίων» και «Γύρω σε μια φωτιά», συγγενεύουν μεταξύ τους και είναι αχώριστα· και τα τρία, το καθένα δηλαδή χωριστά, περιέχονται το ένα στο άλλο. Αλλά η σειρά τους είναι σωστή, και μετά το θάνατο των περασμένων και των ειδώλων, έπρεπε να θανατωθούν και κείνοι που θέλησαν να ξαναφέρουν ταποθαμένα και να τα ζωντανέψουν. Έπρεπε να καθαριστεί ο αέρας κι απ’ αυτούς, τους Παραβάτες.

Το «Πανηγύρι της Κακάβας» είναι ωραιότατο και σε τραντάζει η δύναμή του. Η περιγραφή των Γύφτων τρέχει σαν ποτάμι, όπως και στον «Ερχομό». Μόνο μου φάνηκε πως οι Γύφτισσες δεν είναι αρκετά ζωγραφισμένες, αν και το λίγο που λέτε γι’ αυτές είναι πανέμορφο. Και γι’ αυτό ίσως θα ήθελα περισσότερα, για να χορτάσω την ομορφιά τους. ― Τι δύναμη βρίσκεται μέσα στην ξαφνική εμφάνιση του Αποκρισάρη του Βασιλιά, τι δύναμη μέσα στα λόγια του ξεχωριστού Γύφτου έπειτα, και τι δύναμη στο άμυαλο, πολύβοο ξανάρχισμα του πανηγυριού, μόλις απόσωσαν τα λόγια τους ο μαντάτορας του Βασιλιά κι ο αντίλογος του Γύφτου! Τι δύναμη και τι ομορφιά!

Μ’ άρεσε έπειτα ο «Προφητικός», που η σκληρή προφητεία του βγήκε αλήθεια («Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα!»), και που μας αφήνει στο τέλος μιαν ελπίδα πως θα ξαναφυτρώσουν πάλι μια μέρα τα φτερά της φυλής. Και πλατύτερη ελπίδα μάς δίνει ο «Αναστάσιμος», που προφητεύει μιαν πλατύτερη ψυχή.

Το «Παραμύθι του Αδάκρυτου» είναι μονάχο του ένα διαμάντι. Δεν ξέρω τι σχέση ιδιαίτερη έχει με τάλλα, γιατί το διάβασα χώρια, μα βέβαια έχει σχέση στενή, αφού διδάσκει την ελευθερία και προλέγει μια γενιά ανώτερη απ’ όλες τις περασμένες, σκληρή και άπονη, νικήτρα του παντός.

Αν σκοπός ενός έργου τέχνης είναι να ξελευτερώνει τον άνθρωπο, το ποίημα «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» τον επέτυχε το σκοπό του. Αλλά είναι βαθύ, και όσο περισσότερο το διαβάζω, τόσο θέλω περισσότερο να το διαβάζω, και πάντα βρίσκονται καινούρια πετράδια ατίμητα μέσα του. Καμμιά φορά το νόημα, στο πρώτο διάβασμα, είναι σκοτεινό, και μπορεί να μείνει σκοτεινό όσο κι αν το διαβάσει κανείς· τότε όμως ενεργεί η μουσική του στίχου, και η suggestion που μια λέξη, μια φράση, ένα απλό επίθετο, ξυπνά μέσα μας και χύνει φως απροσδόκητο. Μάλιστα, συχνά μ’ αρέσει περισσότερο η suggestion, αυτή, παρά τα ξάστερα και ευκολοδιάλυτα νοήματα, που ενίοτε λένε λιγώτερα πράγματα και χύνουν λιγώτερο φως.

Με συγχωρείς γι’ αυτή την άταχτη πολυλογία μου, μα καθώς σας είπα, δεν είναι κρίση αυτή, ούτε είμαι άξιος να κάνω κρίσες, παρά είναι απλά συναισθήματα. Μπορούσα σε κάθε στίχο σχεδόν, να σταματήσω και να πω τα συναισθήματα που μου γεννά. Μα τι σημαίνει; Όσοι συνηθίζουν να στοχάζονται βαθύτερα, δεν μπορούν, παρά να βρουν πλούτο αμύθητο στο ποίημά σας και δύναμη περίσσια. Αυτωνών μιλά το ποίημα με χίλιες μύριες φωνές, και μετά το διάβασμα βγαίνουν, σαν από λουτρό, καθαρότεροι, πιο ελεύθεροι, πιο έτοιμοι για μια νέα ζωή.

Το κριτικώτατο αυτό γράμμα στάλθηκε στον ποιητή Παλαμά από κάποιο φίλο σημαντικό, που μας έδωσε την άδεια και το δημοσιεύουμε

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νουμά στις 29 του Απρίλη 1907.

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.