Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Μιχαήλ Μητσάκης – Εις τον οίκον των τρελλών

Μεταξύ των ολίγων περιέργων θεαμάτων της μικράς επαρχιακής πόλεως, εν η διήλθον την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων, ούτινος η ανάμνησις έμεινε βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου. Υψηλός μάλλον το ανάστημα, κάτισχνος, την κόμην μακράν και αγρίαν, τους οφθαλμούς έξω των κογχών, το γένειον πυκνόν και άτακτον, το δέρμα κατερρικνωμένον υπό του ηλίου και του ψύχους ως εκ της διαρκούς υπαίθρου ζωής ην ήγε, τον αυχένα κεκυφώς, περιέφερεν από πρωίας μέχρις εσπέρας ανά τας οδούς το ρακένδυτον σώμα του και την πειναλέαν ύπαρξίν του. Τον ενθυμούμαι ακόμη ως να είναι τόρα, διατρέχοντα μεγάλοις βήμασιν εν σοβαρότητι την πόλιν, πλανώμενον εις τα περίχωρα αυτής, εξηπλωμένον ακίνητον ως νεκρόν και θερμαίνοντα την κοιλίαν του εις τας αφορήτου φλογός ακτίνας θερινής μεσημβρίας ή ριγούντα συνεσπειρωμένον παρά την είσοδον αχυρώνος τινός τον χειμώνα. Καθήμενος έξωθεν των καταστημάτων της αγοράς ή οκλάζων παρά τον ουδόν οικίας επί των τοποθετημένων συνήθως εκατέρωθεν της θύρας εκάστης αυτών λίθων, εφ’ ων εξερχομένη εδράζεται καθ’ εσπέραν φλυαρούσα η σύγκλητος των γειτονισσών, έμενεν επί ώρας βεβυθισμένος εις σιωπηλήν και άγνωστον μελέτην. Άλλοτε εμονολόγει βαδίζων ως να συνδιελέγετο μετ’ αοράτων ομιλητών και τινασσόμενος υπ’ αιφνίδιων ορμών αναιτίου θυμού εγρονθοκόπει βιαίως τον αέρα ως επιτιθέμενος κατ’ αφανών εχθρών. Άλλοτε ήδεν ακαταλήπτου στιχουργίας και μέλους άσματα, κατελαμβάνετο υπ’ εκρήξεων αλλοκότου ευθυμίας, έβαλλε διαμιάς, ενώ εφαίνετο χαίρων, σπαρακτικωτάτους λυγμούς ή ετρέπετο, ενώ περιεπάτει τέως γαλήνιος, εις δρομαίαν και ακατάσχετον φυγήν ως καταδιωκόμενος. Αβλαβής άλλως κατά πάντα άνθρωπον, ήρεμος ως αρνίον, συμπαθής μάλιστα , μ’ όλην της μορφής του την έκφρασιν και του βλέμματός του την ανήσυχον και αόριστον λάμψιν και τους καταπίπτοντας επί του μετώπου οφιοειδείς ως εριννύος βοστρύχους του. Αλλ’ ίσα ίσα διότι ήτο αβλαβής υφίστατο τα πάνδεινα εκ μέρους πάντων. Τα παιδία των σχολείων παρηκολούθουν αυτόν αλλαλάζοντα κατόπιν του, έσυρον εκ των όπισθεν τα εσχισμένα του φορέματα ή τον ελιθοβόλουν κατά βούλησιν. Οι χαριτωμένοι νεανίαι του γυμνασίου εδοκίμαζον την δύναμιν των βραχιόνων των επί της ράχεώς του, τον εκύλιον εις την λάσπην όταν έβρεχε και εις τον κονιορτόν όταν δεν έβρεχε, τον ηνάγκαζον ν’ ασχημονή παντοιοτρόπως έμπροσθέν των, τω έδιδον και εκάπνιζε σιγάρα εν οις περιείχετο πυρίτις όπως γελώσιν έπειτα βλέποντες αναφλεγομένας τας τρίχας του πώγωνός του, δεκαπενταετείς Τορκουεμάδαι μυρία και απανθρωπότατα επινοούντες προς βασανισμόν αυτού μαρτύρια. Ειδικαί συμμορίαι κατηρτίζοντο προς ανεύρεσίν του, τον συνελάμβανον, τον έδενον και τον έφερον όπου υπήρχε σύναξις κόσμου και ανελάμβανον τα καθήκοντα των εκτελεστών των προαποφασισθέντων προς τέρψιν των περιισταμένων και αναπλήρωσιν άλλης δημοσίας διασκεδάσεως. Αν έλειπεν αυτός θα ήτο αδύνατον να διέρχωνται ευαρέστως τας μακράς αέργους ώρας των οι κάτοικοι. Μόναι αι γυναίκες περιέθαλπον αυτόν κατά τι οσάκις εζήτει άσυλον εις τας αυλάς των οικιών, ενώ απέπεμπον συνήθως μετ’ οργής τους άλλους δύο πλανοδίους της πόλεως, ένα ειδεχθή κωφάλαλον και μίαν ανάπηρον επαίτιδα. Μ’ όλα όμως ταύτα δεν εφαίνετο υποφέρων. Επί έτη έζη ούτω και διέτριβεν εν τη πόλει. Ουδέποτε δε τω επήλθεν η ιδέα ν’ απομακρυνθή της περιοχής της. Είχε γείνη απαραίτητος και αυτός εις εκείνην και εκείνη εις αυτόν. Γεγονός εθεωρείτο αν παρήρχετο ημέρα τις ολόκληρος χωρίς να φανή που. Όλοι εγνώριζον και αυτόν και την ιστορίαν του. Έμπορος πρότερον, ιδιοκτήτης καταστήματος, εκ των πλέον μάλιστα νοημόνων και ευπορούντων. Αλλεπάλληλοι όμως επισυμβάσαι αυτώ εν τη εξασκήσει του επαγγέλματός του ατυχίαι, εις ας προσετέθη ταυτοχρόνως και η ανακάλυψις της απιστίας της συζύγου του —η ιστορία δεν είχε τίποτε το έκτακτον— διέσεισαν τον νουν του και συνεπήραν τας φρένας του. Έκτοτε δ’ είχε περιπέση εις την κατάστασιν ταύτην, μη ανήκων μεν εις των μανιωδών τρελών την κατηγορίαν, αλλ’ εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, δημιουργήσας, θα έλεγέ τις, περί εαυτόν είδος τι ιδιαιτέρας ατμοσφαίρας εν η εβίου απαθής προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ξένος προς τον κύκλω του κόσμον, ούτινος δεν εφαίνετο η κατ’ αραιότατα διαλείμματα αντιλαμβανόμενος συγκεχυμένως την ύπαρξιν ως να εταξείδευε τον περισσότερον καιρόν μακράν, εις σφαίρας άλλας, και μόνον τυχαίως να επανήρχετο δι’ ολίγον κάποτε, χωρίς όμως να το εννοή καλά-καλά, κι εκεί όθεν ωρμήθη, υπνοβατών εν τη ζωή. Εν τούτοις μίαν των ημερών δεν εφάνη ουδαμού και την επιούσαν ομοίως και επίσης την μεθεπομένην. Διαμιάς εχάθη από της πόλεως και ήτο αδύνατον ν’ ανευρεθή. Είχεν αποφασίση άρα γε επί τέλους να μεταναστεύση αλλού; Ήτο κεκρυμμένος; Τω είχε συμβή τι; Ποικίλαι εκυκλοφόρησαν αι διαδόσεις. Αλλ’ η πιθανωτέρα πασών υπήρξεν η κομισθείσα υπό χωρικών τινων ότι ώφθη κάτωθεν ενός των πέριξ βουνών, εντός βαθέος κρημνού, καταπεσών από δυσθεωρήτου ύψους, με την κεφαλήν διερρωγυίαν και εσκορπισμένον επί των γύρω πετρών τον ενκέφαλον —όστις από τόσου χρόνου δεν τω εχρησίμευε πλέον.

 

* * *

Η σύντομος αύτη βιογραφία του ταλαιπώρου τούτου θα ηδύνατο να θεωρηθή ως κοινή πάντων των εν Ελλάδι φρενοβλαβών. Την οικτράν ταύτην ζωήν διανύουν και εις το άθλιον τέλος του καταλήγουν όλοι σχεδόν όσοι έχουν το ατύχημα να περιπέσουν εις το πάθημά του. Αι πλείσται των επαρχιακών πόλεων ή χωρίων έχουν και τον παράφρονά των, όστις σύρεται εις τας οδούς των, βασανίζεται παντοιοτρόπως υπό των φρονίμων, λιμώττει, γυμνητεύει, παγόνει υπό τον άνεμον, ψήνεται υπό τον ήλιον, αποκτηνούται ή αποθηριούται και τελειόνει εκ συμβεβηκότος τινός ελεεινώς τας πολυπαθείς του ημέρας στερών τους συμπολίτας του, οίτινες μόνον τότε ενθυμούνται να τον λυπηθώσι, του αθύρματος και της διασκεδάσεως αυτών. Διότι η συμφορά αύτη, η φοβερωτέρα όλων όσας δύναται να πάθη τις και ήτις έπρεπε μάλλον οιασδήποτε άλλης να ελκύη τον οίκτον, ως επί το πλείστον κινεί κατά προτίμησιν μάλλον πάσης άλλης τον γέλωτα και την φαιδρότητα. Αν ο Χριστός εκινήθη εις έλεον προς την αμαρτωλήν την εκπορνεύσασαν το σώμα της διότι ηγάπησε πολύ, οι άνθρωποι πολύ ολίγον αισθάνονται την ανάγκην να συμπαθήσωσι προς τους ομοίους των τους αφαιρουμένους το λογικόν είτε διότι ηγάπησαν και αυτοί, είτε διότι εσκέφθησαν, είτε διότι εμελέτησαν, είτε διότι εδυστύχησαν πολύ. Αλλά παρά τοις πεπολιτισμένοις λαοίς λαμβάνεται τουλάχιστον φροντίς περί της περιθάλψεως αυτών. Παρ’ ημίν, μετά πεντηκονταετή από της συστάσεως του βασιλείου βίον, μόλις ήδη κατωρθώθη να γείνη αισθητή η ανάγκη και η υπό του πολιτισμού επιβαλλομένη υποχρέωσις της υπάρξεως ενός ασύλου των δυστυχών τούτων. Εχρειάσθη ν’ αποτελέση κατά τας αρχάς του αιώνος η Επτάνησος κράτος ανεξάρτητον, να υπαχθή είτα υπό την αγγλικήν διοίκησιν, να κυβερνηθή υπό ξένων, να έλθη εις αυτήν αρμοστής ο Δούγλας, να προσαρτηθή δε τέλος εις το παλαιόν βασίλειον … διά να έχη και η Ελλάς εν φρενοκομείον. Είναι το μόνον. Και λειτουργεί από τεσσαρακονταετίας ήδη εν Κερκύρα, εγερθέν τω 1838, κείμενον πλησίον του Σωφρονιστηρίου και αποτελούν μετ’ αυτού και του επίσης παρακειμένου Νοσοκομείου τριάδα ιδρυμάτων πολλής κοινωνικής χρησιμότητος και αξίας, δι’ α είναι ζηλευτή η νήσος.

* * *

Παλαιόν οικοδόμημα και αυτό, μη κατηρτισμένον, είναι αληθές, βεβαίως, συμφώνως προς πάσας της επιστήμης τας απαιτήσεις, μη δυνάμενον να χρησιμεύση ως υπόδειγμα τοιούτου φιλανθρωπικού καταστήματος, υποστάν του χρόνου την επίδρασιν, ατελές τα θεραπευτικά μέσα και την ωφελιμότητα εν γένει, παραμελούμενον υπό των εχόντων καθήκον να μεριμνώσι και παρέχωσιν αυτώ την προς όσον ένεστι καλλίτερον καταρτισμόν και ανάπτυξιν αυτού φροντίδα, αλλά και ούτω αναγκαιότατον και μεθ’ ικανής επιτυχίας εκπληρούν τον σκοπόν αυτού. Άλλως τε ανακαινίζεται ήδη. Του νέου κτιρίου αυτού ωκοδομήθη προ τίνος η μία πτέρυξ, μέλλει δε όσον ούπω να περατωθή και η άλλη. Πολλοί των ανδρών μετηνέχθησαν ήδη εις την περατωθείσαν πτέρυγα· οι πλείστοι όμως μένουσιν έτι εν τω παλαιώ κτιρίω. Εν τω παλαίω κτιρίω μένουσιν έτι και πάσαι αι γυναίκες, κεχωρισμέναι από των ανδρών. Και οι μεν και αι δε αποτελούσιν είδος τι μικράς κοινωνίας. Εκτός των ιδιαιτέρων δωματίων, εν οις διαμένουσιν, ή των κοινών προς ύπνον θαλάμων, υπάρχουσι και ωρισμέναι αίθουσαι, εν οις συνέρχονται. Μία εξ αυτών εν τω διαμερίσματι των ανδρών και άλλη εν τω των γυναικών χρησιμεύουσιν ως εστιατόρια. Εν ευρεί περιβόλω, έχοντι εν τω μέσω κηπάριον, εξέρχονται και περιπατούσιν. Ικανός αριθμός κελλίων, εν οις εγκλείονται οι καταλαμβανόμενοι υπό παραφορών. Παρά τα υπνωτήρια αυτών συστοιχίαι νιπτήρων εις ους πλύνονται υποχρεωτικώς εξεγειρόμενοι. Εν γένει δε διαρρύθμισις ως απλού νοσοκομείου, εν ω όμως οι μένοντες αναγκάζονται εις τούτο ακουσίως, πολύ δε ολίγοι βεβαίως είναι οι έχοντες ελπίδας ιάσεως.

* * *

Και η θέα δε των εγκλείστων δεν παρέχει εκ πρώτης όψεως την ιδέαν εις τον παρατηρητήν ότι ευρίσκεται εν οικήματι τρελών. Υπάρχει παραδοξολόγος τις αστεϊσμός περί των φρενοκομείων ότι επενοήθησαν μόνον όπως οι εκτός αυτών έχωσι το δικαίωμα ως μη εγκεκλεισμένοι εν αυτοίς να λέγωνται φρόνιμοι. Πράγματι δε άγεται τις να πιστεύση αληθώς τούτο βλέπων τους ευρισκομένους εν τούτω πληρούντας τους διαδρόμους, διατρέχοντας την αυλήν ή καθημένους επί των θρανίων και των εδωλίων των, ησύχους και άνευ θορύβου. Πολλοί συνομιλούν, τινές αναγινώσκουν, άλλοι ίστανται απλώς παρατηρούντες σιωπηλοί, άλλοι αποτελούσι πολυαρίθμους ομάδας, άλλοι περιπατούσι μακράν των λοιπών εν υπερηφάνω απομονώσει. Με τινας εξ αυτών πρέπει να συνομιλήσης επί πολλήν ώραν διά να εννοήσης ότι είναι πράγματι παράφρονες. Άλλως τε τα επικρατούντα είδη της παραφροσύνης παρ’ αυτοίς δεν είναι τα της αγρίας. Το κυριώτερον εξ αυτών είναι ως μοι λέγουν η καλουμένη λυπομανία. Ερωτικαί ατυχίαι, οικονομικαί στενοχωρίαι ή φυσική και κληρονομική διάθεσις προς μελαγχολίαν ήγαγον τους πλείστους ενταύθα. Οι περισσότεροι υποφέρουν από απλάς νευρικάς περιοδικάς κρίσεις. Αλλ’ εκ των κινημάτων αυτών προδίδονται αμέσως. Επί δε της μορφής πάντες σχεδόν φέρουσιν αποτετυπωμένην του παθήματός των την σφραγίδα, οφθαλμούς απλανείς, χρώμα ωχρόν, χείλη τρέμοντα. Ικανοί μεταξύ αυτών είναι γνωστά της κοινωνίας ημών μέλη. Η ενδυμασία αυτών δεν είναι ομοιόμορφος, εκτός εκείνων εις ους, όταν καταλαμβάνωνται υπό εξάψεων, φορούσι τον επί τούτω ωρισμένον μανδύαν. Τα προς ίασιν μέτρα φαίνεται ότι καθυστερούσιν. Αυτής της υδροθεραπευτικής σπανία γίνεται χρήσις. Το συνηθέστερον είναι το απλούστερον —το ξύλον. Προς τους διευθύνοντας το κατάστημα, τους επιστάτας και εν γένει τους υπηρετούντας εν αυτώ δεικνύουσιν οι παράφρονες βαθύν σεβασμόν σύμμικτον φόβω. Ως επί το πλείστον είναι ολιγόλογοι, υπόπτως δε έχουσι προς τους επισκεπτομένους αυτούς ξένους, ους παρατηρούσιν ως περίεργα ζώα μετ’ απορίας. Όσοι είναι, τόσαι διάφοροι εκφράσεις, τόσαι διάφοροι όψεις, τόσαι διάφοροι τρέλλαι. Ό,τι έχουσι πάντες κοινόν προς αλλήλους είναι η επιθυμία της ανακτήσεως της ελευθερίας των… και η αίτησις σιγάρων.

 

* * *

Υπάρχουσι δε μεταξύ αυτών κατ’ ιδίαν τύποι αληθώς περίεργοι και άξιοι μελέτης.
— Θέλεις το ηλιακόν ωρολόγιον; ακούω φωνήν οπίσω μου.
Και ανήρ μέσου αναστήματος, με κασκέτον επί κεφαλής, αγένειος, με ίχνη μύστακος, αγαθωτάτης φυσιογνωμίας, μοι εγχειρίζει μέγα φύλλον χάρτου, εφ’ ου διασταυρούνται ποικίλα γεωμετρικά σχήματα. Είναι ο Κοσκινάς, ο γνωστός εφευρετής του τετραγωνισμού του κύκλου, πάσχων την μαθηματικήν τρέλλαν, ησυχώτατος δε και αβλαβέστατος κατά τα άλλα. Το ηλιακόν ωρολόγιον, όπερ μοι δίδει, παριστά διά δύο μεγάλων σφαιρών τον ήλιον, από του κέντρου του οποίου άγονται προς την περιφέρειαν μύριαι ακτίνες, ευθείαι και καμπύλαι, υποδεικνυόμεναι διά διαφόρων γραμμάτων, διά ν’ αποδείξωσιν άδηλον τι. Η άλλη όμως είναι η μεγάλη του εφεύρεσις.
— Αυτό δεν είναι τίποτε σπουδαίον, μοι λέγει. Έχω και τον τετραγωνισμόν του κύκλου, αλλά δεν σ’ τον δίδω.
— Μα… εγώ γι’ αυτόν έκαμα το ταξείδι.
Φλέγεται δε, μολονότι ισχυριζόμενος ότι δεν ημπορεί να τον δώση διότι θα δυσκολευθή να κάμη άλλον, υπό της επιθυμίας να τον υποβάλη και αυτόν εις τον θαυμασμόν μου. Πράγματι δε μοι τον εγχειρίζει και αυτόν προσθέτων:
— Πρόσεξε καλά. Τέσσαρα θεωρήματα είναι λυμένα αυτού μέσα.
Απορώ δε πώς δεν είναι και δεκατέσσαρα. Ομολογουμένως πολύ ευθηνά εγείναμεν κύριοι τόσω μεγάλου μυστηρίου. Το πράγμα είναι προδήλως λίαν σοβαρόν. Το νέον αυτό φύλλον χάρτου καταλαμβάνουσιν υπερμεγέθεις κύκλοι. Τους κύκλους τούτους διαυλακούσι κατά παντοίας διευθύνσεις τολμηραί γραμμαί, παράλληλοι, κάθετοι, τεμνόμεναι, εφαπτόμεναι, φέρουσαι τα στοιχεία του αλφαβήτου ή αριθμούς ποικιλοτρόπως περιπλεκομένους ως διακριτικά σημεία. Τερατώδη τετράγωνα συγκρούονται προς ογκώδη τραπέζια, ρόμβοι ανορθούνται επί τριγώνων, παραλληλόγραμμα εισβάλλουσιν αυθαδώς εντός των κύκλων, όλος ο Ευκλείδης και ο Πυθαγόρας και ο Λέγενδρος αποδεικνύονται ξυλοσχίσται. Αφού δε τελειώση η κραιπάλη αύτη των γραμμών και των σχημάτων, κάτωθεν αυτών έρχεται η συμβολική εξήγησις. Πολύ δυνατός όμως μαθηματικός θα ήτο όστις θα κατώρθωνε να εύρη την εξήγησιν της εξηγήσεως ταύτης! Δεν είναι μόνον γεωμετρία, είναι και άλγεβρα, είναι και αριθμητική, είναι και τριγωνομετρία, όλαι αι μαθηματικαί επιστήμαι συμπεφυρμέναι. «Καλούμεν, λέγει, 4Π=4ρ2, καλούμεν α=3560 και Ρ=99/70ρ, Ι=88/70ρ, 3560 π=111/85ρ2 ». Και μετά τούτο αμέσως: «Ακτίς καλείται η ευθεία γραμμή η σχηματισθείσα εκ δύο σημείων του ενός ακινήτου λεγομένου κέντρου, του δ’ ετέρου κινητού λεγομένου αρχή της περιστροφής μέχρι της επανόδου του». Και κατωτέρω: «Επί ίσας ακτίνας τα ημικύκλιά των περιοριζόμενα δίδει χώρον μικρότερον του εφαπτομένου τετραγώνου». Των ορισμών και των πράξεων τούτων την σύνταξιν και την διεξαγωγήν μένει επιχειρών και καταγινόμενος επί ολοκλήρους ώρας, εργαζόμενος ανενδότως, μετ’ επιμονής αξίας καλλιτέρας τύχης, ασχολούμενος διαρκώς εις μαθηματικάς μελέτας, εις λύσιν ατελειώτων φανταστικών προβλημάτων, εις πρωτακούστων και αδιεξόδων θεωρημάτων την απόδειξιν. Και αν θέλετε σας κάμνει και την ανάπτυξιν αυτών. Και ακούοντες τα παράδοξα αυτά πράγματα, λεγόμενα διά φωνής μελιτώδους, ηρεμώτατα, αφελέστατα, ως να ήσαν τα φυσικώτερα και τα λογικώτερα των πραγμάτων του κόσμου, αρχίζετε να φοβήσθε μη το delirium είναι κολλητικόν και σπεύδετε να τραπήτε εις φυγήν.

* * *

Άλλος περίεργος τύπος είναι εις πρώην, νομίζω, ειρηνοδίκης. Αν ο Κοσκινάς θέλει να κατασκευάση το ωρολόγιον του ηλίου, ο κύριος ειρηνοδίκης φρονεί ότι είναι αυτός ο ίδιος ο ήλιος. Δεν αποκαλύπτει όμως την ιδιότητά του αυτήν αμέσως εις τον πρώτον τυχόντα. Όταν τω απέτεινα τον λόγον μοι ζητεί εις απάντησιν επανερχόμενος εις Αθήνας να ομιλήσω εις τον υπουργόν ή τον τελώνην να τω δώση άδειαν. Του το υπόσχομαι προθύμως, αλλ’ εκείνος μεταγνούς αμέσως μοι παραγγέλλει να ζητήσω την άδειαν από τον συνταγματάρχην! Του το υπόσχομαι και αυτό· αλλ’ εκείνος βαθμηδόν εξαπτόμενος:
— Επί τέλους, μοι λέγει, εγώ δεν έχω καμμίαν ανάγκην. Κι αν το ειπής κι αν δεν το ειπής το ίδιο μου είναι. Εγώ είμαι ο Ήλιος της Γης και είμαι με τους Δυτικούς και θέλουν να με κάμουν να πάω με τους Ανατολικούς και εγώ δεν θέλω και δι’ αυτό με έχουν φέρη εις αυτό το σπίτι!

* * *

Πλησίον αυτού κάθηται άλλος τις, όστις ουδόλως φαίνεται θαμβούμενος από τας ακτίνας του πρωτοφανούς τούτου ηλίου, μας αποτείνει δε τον λόγον ταυτοχρόνως εις τρεις γλώσσας, ιταλιστί, γαλλιστί και ελληνιστί. Αλλά διακόπτων αυτόν ορθούται εμπρός μας ένας παλληκαράς έως εκεί επάνω, εύρωστος, ζωηρός και όχι άσχημος. Είναι εκ Μάνης και ήτο πριν χωροφύλαξ. Και ηράσθη μιας θερμής μελαγχροινής ιταλίδος, αοιδού εις τι ωδικόν καφφενείον. Αλλ’ η μελαγχροινή Ρόζα δεν τω ανταπέδωκε δυστυχώς αγάπην αντί αγάπης. Δεν τον εδέχετο, δεν τω ωμίλει, τον περιεφρόνει και τον απέφευγε. Και ιδού αμέσως ο ερωτευμένος μας —παράφρων— η απόστασις ην είχε να διατρέξη από του ενός εις το άλλο δεν ήτο αναμφιβόλως μεγάλη. Δεν τω αρέσκει όμως να τω κάμνουν λόγον περί τούτου. Άγριος οσάκις αναφέρουν την αιτίαν του παθήματός του και το όνομα της αγαπητής του ενώπιόν του, βυθίζεται εις κατηφή σιωπήν. Επιμονώτερον και απαιτητικώτερον των άλλων μοι ζητεί την ελευθερίαν του. Με εκλαμβάνει, ο θεός να με συγχωρήση, ως υπουργόν.
— Θέλω να με βγάλης έξω, κύριε υπουργέ, λέγει.
— Καλά· θα μιλήσω, θα σε βγάλουν αύριον.
— Όχι αύριον τόρα αμέσως.
Και οι οφθαλμοί του εξαγριούνται και αναπέμπουν αστραπήν.
— Μα τόρα δεν είναι δυνατόν άφησε, αύριον καλύτερα…
— Όχι·· τόρα αμέσως , επιμένει.
— Αλλ’ αν ηδυνάμην, δεν είναι μόνη η ελευθερία σου, ην θα σοι έδιδα, πτωχέ παράφρων! θα σοι έδιδα και το λογικόν σου όπερ έχασες και την ησυχίαν σου ην απώλεσες και την Ρόζαν προ πάντων αυτήν την σκληράν, χάριν της οποίας είσαι κλεισμένος εδώ μέσα. Διότι το πάθημά σου είναι το πλειότερον άξιον συμπαθείας, δεν υπάρχει δε κανείς βέβαιος ότι δεν θα ήτο πιθανόν να το πάθη. Και γνωρίζω δύο γλυκείς οφθαλμούς, οίτινες πολύ ισχυροτέρων σου τον νουν θα ηδύναντο να στρέψουν την κεφαλήν.

* * *

Αι γυναίκες είναι αι πλείσται μάλλον ηλίθιαι ή τρελλαί. Υπάρχουσιν όμως και τινες μανιώδεις. Μία Κρήσσα, εξ έρωτος παθούσα και αυτή, δεν καταδέχεται ν’ απαντήση καν εις τας ερωτήσεις μας και απομακρυνόμεθα αυτής φρονίμως, διότι όταν οργισθή πηδά αδιακρίτως εις τον λαιμόν του προστυχόντος ζητούσα να τον πνίξη. Αι συμπαθέστεραι όλων είναι δύο αδελφαί, μένουσαι εν ενί των ιδαιτέρων δωματίων προ ετών, μέσης ηλικίας, διατηρούσαι όμως επί της παρηκμακυίας μορφής των ίχνη καλλονής έτι, αίτινες θα ηδύναντο να χρησιμεύσωσιν ως υπόδειγμα αδελφικής στοργής. Είχε πάθη η μία εξ αυτών και ενεκλείσθη εις το άσυλον τούτο· αλλ’ η άλλη δεν ηθέλησε να την εγκαταλείψη και συνεκλείσθη μετ’ αυτής. Ούτω δε τρελαί αλλ’ αγαπώμεναι πάντοτε μένουσι συζώσαι, και η μία περιθάλπει την άλλην, και αι δύο δε ομού μεγάλην ξανθήν πλαγγόνα, με κατακοκκίνους παρειάς και στίλβοντα ακίνητα όμματα, αναστήματος πενταετούς παιδιού περίπου, ην κρατούσι πάντοτε ενηγκαλισμένην ως να ήτο βρέφος. Όλη των η στοργή συγκεντρούται εις το αναίσθητον αυτό ξόανον, και το θωπεύουν, και το λικνίζουν, και το ασπάζονται, και τω ομιλούν, ως να είναι έμψυχον, τέκνον των πραγματικόν. Του ετοιμάζουν μόναι των ράπτουσαι φορέματα, του αλλάζουν τα ενδύματά του τακτικά, τα πλύνουν, τα σιδηρόνουν, καλύπτουσαι αυτό μετά προσοχής όταν το γυμνόνουν διά να μη ταις κρυώση το πτωχόν! Και το νευρόσπαστον δέχεται όλα αυτά, ανοίγον υπερμέτρως διατεταμένους τους αβλεφάρους του οφθαλμούς, τείνον ασυνειδήτως εις τα φιλήματά των την εκπεπληγμένην μορφήν του και κινούν τους ξανθούς βοστρύχους του.

* * *

Μεταξύ των γυναικών επίσης θα ηδύνατο να καταλεχθή και εις των ανδρών, όστις νομίζει ότι ήλλαξε φύλον και μάλιστα ευρίσκεται εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν, ενώ άλλος παρ’ αυτόν φρονεί ότι συνεπεία φαρμάκου, όπερ τω έδωκεν η σύζυγός του, εφαγώθησαν όλα τα εντόσθιά του και είναι κενόν ως σπήλαιον όλον το εσωτερικόν του σώματός του. Αλλ’ εξ όλων των μορφών και των τύπων αυτών δεν θα λησμονήσω ποτέ ένα μανιώδη έγκλειστον εις τι των κελλίων. Η όψις του διαγράφεται εν τω πλαισίω της θυρίδος, πλατεία, μόλις κατά το ήμισυ ορατή. Ογκώδης, υπερφυσικού μεγέθους, είναι η κεφαλή του, παχέα και εξωδηκότα τα χείλη του, βλοσυροί και ζωωδέστατοι οι οφθαλμοί του. Ουδέποτε η αποκτήνωσις εζωγραφήθη ζωηρότερον επί μορφής ανθρώπου. Ηράκλειον δ’ έχει το ανάστημα και δύναμιν τεραστίαν. Όταν καταληφθή υπό της παραφοράς, δεκαπέντε μετά δυσκολίας κατορθούσι να τον συγκρατήσωσι. Διά τούτο είναι ως επί το πλείστον δέσμιος. Ριγοί όμως εν τούτοις ο ταλαίπωρος γίγας επί τη προσεγγίσει μας και τρέμει καθ’ όλον αυτού το σώμα και τραυλίζει άναρθρα ρήματα.
— Πότε θα ‘βγω; μας ερωτά και αυτός, έχων ανά στόμα την κοινήν πάντων των παραφρόνων φράσιν.
— Δεν μου ‘δωσαν χάρι; επαναλαμβάνει μετ’ ολίγον, νομίζων ότι κατά την ενηλικίωσιν του διαδόχου, ης η είδησις έφθασεν άδηλον πώς εις τα ώτα και τον νουν του, εδίδοντο χάριτες και εις παράφρονας!
— Θα σου δώσουν, θα σου δώσουν.
— Πότε; πότε θα ‘βγω; τον Μάρτη;
— Το Μάρτη.
— Καλά! Α! όχι. Πολύ είναι! πολύ δεν είναι; έξη μήνες!… Και σχεδόν ολολύζει ο κολοσσός.
— Δεν είναι πολύ.
— Α καλά! Δεν είναι πολύ. Έξη μήνες!
Και άρχεται αριθμών διά των δακτύλων του, εξακολουθών να τρέμη καθ’ όλα του τα μέλη και να ψελλίζη.

* * *

Ο πληθυσμός του φρενοκομείου δεν είναι πολύς. Αν δεν απατώμαι ολιγώτεροι και των εκατόν πρέπει να είναι οι εν αυτώ διαιτώμενοι, άνδρες και γυναίκες. Αλλ’ αν επρόκειτο να περιλάβη πάντας όσοι έπρεπε να έχουν θέσιν εν αυτώ, οποίων τεραστίων διαστάσεων θα εχρειάζετο να γείνη το κτίριον! Πόσοι νομιζόμενοι φρόνιμοι δεν θα ευρίσκοντο έχοντες πολύ χειροτέρας και επιφοβωτέρας toquades, αφ’ ό,τι οι εδώ κεκλεισμένοι! Μη δεν είναι άρα γε είδος παραφροσύνης υπό άλλην μορφήν και η επίμονος κενή φιλοδοξία και η ματαιότης και του πολλού πλούτου η ακόρεστος δίψα και των ανεφίκτων πόθων η δίωξις και η εις ανεγνωρισμένας μωράς προλήψεις υποταγή; Πόσοι πολιτικοί φαντασιοκόποι ανεκτέλεστων ουτοπιών την πραγμάτωσιν επιζητούντες και αναστατούντες το παν χάριν αυτών, δεν θα ήτο ορθότατον να κατελέγοντο μεταξύ των τροφίμων τούτου του ιδρύματος! Πόσοι λυσσαλέοι αρχολίπαροι, τιμών και ευφημιών πειναλέοι, δυνάμενοι τον κόσμον όλον να καταστρέψωσι προς ικανοποίησιν στιγμιαίου πάθους των! Πόσαι μετριοτήτων με αξιώσεις μεγαλοφυίας εκατοντάδες, ανάλογοι προς τον μαθηματικόν Κοσκινάν! Πόσαι ψυχαί ζωωδέστεραι της μορφής του ριγούντος κολοσσού! Πόσοι ερωτευμένοι, ως ο ατυχής χωροφύλαξ, άνευ ελπίδος και άνευ μέλλοντος, τρελοί αδέσμευτοι, παράφρονες λανθάνοντες, δαιμονισμένοι κυκλοφορούντες ανεμποδίστως!

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία τον Μάρτιο του 1887.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο.
Πίνακας: Johann Heinrich Füssli

 

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.