Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έζησε στην Λάρνακα για 9 χρόνια περίπου, από 1868 ως το 1877.
Εκεί γνώρισε ένα από τους πρώτους του έρωτες, την Ευγενία Μπαρτζίλη, γόνο καθολικής οικογένειας από την Φλωρεντία, όπου σύμφωνα με τον Γιάννη Λεύκη, ευχαριστιόταν να φλερτάρει τον Βασίλη, όπως και άλλους.
Για αυτή θα γράψει κάποια ποιήματα όπως το Το σίγαρον, Το Αεράκι αλλά και την Ανεράδα, σύμφωνα με κάποιους μελετητές.
Η ίδια, θα παντρευτεί ένα πλούσιο έμπορα και θα φύγει από το νησί αργότερα.
Το σίγαρον
Ω δροσερόν μου σίγαρον! Τις σ’ έδωκεν την δρόσον;
Τις σ’ έδωκεν την δύναμην και με δροσίζεις τόσον;
Μην έλαβες την δύναμην εκ των κομψών δακτύλων,
οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;
Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα ασπασμόν της
η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;
Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε και γνωρίζεις
κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίννω ψιθυρίζεις;
Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω,
αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω!
Το αεράκι
Αεράκι που μεσ’ τούτη την νυκτερινή γαλήνη,
παίζεις κι έρχεσαι μονάχα απ’ εκεί που είν’ εκείνη,
πού την ηύρες τόσην δρόσο;
Πού την ηύρες τόση χάρη και μοσχιές μυρίζεις τόσο;
Μήπως σαν την είχες λούσει, πήρες από την οσμήν της;
Μήπως εις το πέρασμά σου άρπαξες καμιάν πνοήν της;
Πώς δεν άρπαξες ακόμα
και μιαν λέξην να με φέρεις απ’ το τρυφερό της στόμα;