Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Ο Gabriel García Márquez και η λατινοαμερικανική λογοτεχνία

Η λατινοαμερικανική λογοτεχνία εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Κι όχι τυχαία είναι ή εποχή πού ή μία μετά την άλλη οι χώρες αποκτούν την ανεξαρτησία τους. Από τότε μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα από τα πρώτα λογοτεχνικά έργα, τα επηρεασμένα από τα ποικίλα ευρωπαϊκά ρεύματα, την αναζήτηση και την προσπάθεια δημιουργίας μιας ενιαίας γλώσσας, ικανής να εκφράσει την κοινωνική συνείδηση των λατινοαμερικάνικων λαών. Μιας γλώσσας επιβεβλημένο όργανο τής αποικιοκρατίας- πού έπρεπε να μεταμορφωθεί σέ συλλογικό όργανο ικανό να απελευθερώσει τούς λατινοαμερικάνικους λαούς από το φάντασμα τής ιστορίας πού τούς δυνάστευε και ταυτόχρονα ν’ ανακαλύψει και ν ανασύρει μέσα απ’ αυτό το νήμα τής δικιάς τους παράδοσης και συνέπειας. Έπρεπε δηλαδή να δημιουργηθεί μια γλώσσα εθνωτική -ενωτική πού να εκφράζεται μέσα από μια λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε για λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία γενικά και αναφερόμαστε σέ χαρακτηριστικά έργα διαφόρων λογοτεχνών από την Κούβα ή το Περού ή τη Νικαράγουα ή την  Αργεντινή κλπ.

Ενώ δεν είναι δύσκολο, υποστηρίζει ό Οκτάβιο Παζ, να βρεθούν αξιόλογα έργα κουβανέζικα ή άργεντίνικα, είναι μάλλον δύσκολο να διακρίνεις μια λογοτεχνία κουβανέζικη ή αργεντίνικη με καθαρά δικά της χαρακτηριστικά και, προπαντός, πού να συνιστά η ίδια ένας σαφές πεδίο για την ιστορική και λογοτεχνική κατανόησή της. Όλα αυτά τα έργα δεν  είναι  κατανοητά  παρά  σαν  κομμάτια  της  λατινοαμερικάνικης  λογοτεχνίας.  Η λογοτεχνία μας είναι μια συνισταμένη από στυλ, τάσεις, προσωπικά υφή που αποκρυσταλλώνονται σέ μερικά έργα. Αυτά τα έργα έχουν περάσει τα εθνικά σύνορα και τίς ιδεολογίες. Το σημείο, δηλαδή, ενότητας τής Λατινικής Αμερικής, είναι ή λογοτεχνία της.

Χαρακτηριστικό δείγμα αναζήτησης και θεμελίωσης τής ιστορικής, επικής συνείδησης τού ανθρώπου τής Λατινικής Αμερικής μέσο από μια μυθολογική προβολή τής ιστορίας του, είναι το κορυφαίο έργο τού Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιάς.

Χρησιμοποιώντας το πλαίσιο τού έπους, που όμοιό του δεν είχε μέχρι σήμερα ή Λατινική Αμερική, με εξαίρεση την Αραουκάνα, ισπανοευρωπαικής όμως παράδοσης, ο Μάρκες κατορθώνει να δώσει με μυθολογικά στοιχεία την επώδυνη πορεία ενός κόσμου που δύο περίπου αιώνες τώρα αγωνίζεται να βρει διέξοδο μέσα από τον ασφυκτι­κό κλοιό με τον οποίον έχουν περιβάλλει aπομυθοποιώντας ταυτόχρονα αυτή την πορεία ó Μάρκες τη φτάνει στα όρια της, εκεί όπου δεν έχουν θέση παρά η έσχατη οδύνη, η ενοχή και ό εξευτελισμός, η ακραία μοναξιά που είναι χειρότε­ρη κι από το θάνατο και ή τέλεια εκμηδένιση, Εκεί απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή, άρα ή λύση πρέπει ν’ αναζητηθεί πέρα από μεθόδους πού δοκιμάστηκαν κι απέτυχαν.

Μέσα σ ‘ αυτό το μυθολογικό – επικό πλαίσιο τού ιστορικού γίγνεσθαι λειτουργεί συνθέτοντάς το ο μύθος τής οικογένειας Μπουενδία σαν σύνολο άλλα και τού καθένα Μπουενδία σαν εξατομικευμένη περίπτωση και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπάρχει ή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο λογοτεχνικό είδη, Στο επικό και στο αστικό μυθιστόρημα, καθώς και στις δύο διαφορετικές ιδεολογίες πού αυτό εκφράζουν τη συλλογική και την εξατομικευμένη. Ο μύθος τής οικογένειας Μπουενδία. που έχει σαν αφετηρία της μια πράξη – μίασμα, την αιμομιξία, αλλά και σαν τέλος της, είναι ένας τραγικός μύθος, που κινείται σ’ ένα χρόνο κυκλικό, όπου τα γεγονότα δεν έχουν κανονική αρχή και τέλος, όλο επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους περιστρεφόμενα κι ανελιόομενα μ ‘ έναν εντελώς δικό τους ρυθμό, πέρα από τη συνηθισμένη αρμονία των πραγμάτων.

Αυτός ο μύθος πού διασπάται στον προσωπικό μύθοι τού κάθε Μπουενδί κινείται σέ δύο επίπεδα, σέ δυο κόσμους, τον φανταστικό – μαγικό και τον πραγματικό – καθημερινό. «Πολλοί υπόκυψαν στη μα­γεία τής φανταστικής πραγματικότητας που την επινοούσαν οι ίδιοι, πού ήταν λιγότερο πρακτική γι’ αυτούς, άλλα πιο παρήγορη».  Αυτά τα δύο στοιχεία  φανταστικό – πραγματικό, συνθέτουν τον ίδιο τον κόσμο τής Λατινικής Αμερικής είναι σύμφυτα με το χαρακτήρα τού Λατινοαμερικάνου με μια πραγματικότητα πού συνθλίβει και κονιορτοποιεί καθημερινά, το πρώτο βήμα για να ξεφύγεις, όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι περισσότερό αποτελεσματικά είναι ό κόσμος τού φανταστικού και τού ονείρου. Ο κόσμος όπου ό χρόνος δεν περιορίζεται μέσα σέ κάποια επιβαλλόμενα καλούπια, άλλα παίρνει απρόσμενες διαστάσεις, μπλέκεται σε αυθαίρετες ενασχολήσεις, έτσι ώστε να δημιουργείται ή ψευδαίσθηση τής επιβεβαίωσης μέσα από ονειρικά κτίσματα μιας προσωπικότητας τόσο διασκορπισμένης και στιγματισμένης από μίαν άγρια μοναξιά, από έναν θάνατο που στέκεται πάντα προ των πυλών τής καθημερινότητάς της.

Οι Μπουενδία μετακινούνται ανάμεσα σέ δυο κόσμους και βασικά οι άνδρες τής οικογένειας, με την ίδια άνεσή που μαστίζονται από τη μοναξιά τους. Το βασικό στοιχείο αυτής τής παράξενης μοίρας που τούς ακολουθεί επιβάλλοντας το ρυθμό της, τον καταστρεπτικό και αμετάκλητο, είναι η μοναξιά θέτοντας αυτό το θεμελιακό, υπαρξιακό πρόβλημα, ό Μάρκες δεν το απομονώνει από τον περίγυρο του, δεν το εξατομικεύει αντίθετα το προβάλλει σαν ένα συλλογικό πρόβλημα που απορρέει ακριβώς απ’ αυτήν τη μοίρα πού δένει όλους τούς Μπουενδία και ολόκληρο το Μακόντο και ή μοίρα αυτή δεν είναι παρά το φάντασμα τής ιστορίας πού ακολουθεί σέ κάθε βήμα του το Λατινοαμερικάνο έτσι η μοναξιά του δεν είναι απλά υπαρξιακή άλλα ιστορική περνάει μέσα στην παράδοσή του, στους μύθους και στους θρύλους του και κληροδοτείται από γενιά σέ γενιά. Είναι πιά μια φυσική κατάσταση η μοναξιά μέσα σ΄ ένα ιστορικά εχθρικό περιβάλλον, όπου είναι έντονη ή αίσθηση μιας μειωτικής πορείας.

Έτσι, κάτω απ’ αυτές τίς συνθήκες, το Μακόντο. Χωριό σύμβολο, πού το συναντάμε και σ άλλα έργα τού Κολομβιανού συγγραφέα, δεν έχει μέλλον, δεν μπορεί να έχει μέλλον, ο προορισμός του είναι να καταστραφεί, γιατί δεν είναι σέ θέση να προχωρήσει. Τα όπλα του είναι ξεπερασμένα, βουτηγμένα μέσα στο μίασμα τής αιμομιξίας – στοιχείο αρχαίας τραγωδίας, δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα του. Ούτε ό πατριάρχης τής οικογένειας και Ιδρυτής τού Μακόντο, Χοσέ Αρκοδιο Μπουενδία μπορεί να δώσει τη λύση. Χάνεται μέσα σέ προσπάθειες δονκιχωτικές, παράτολμες και εξωπραγματικές που δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.

Ούτε και ό συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία, αυτό το τραγικό – τραγικότερο ίσως  πρόσωπό τού έργου, που πάνω του συμπυκνώνεται η ιστορία δύο αιώνων τής Λατινικής Αμερικής. Αυτός ό βαθύτατα μοναχικός άντρας, ό απέραντα ρομαντικός κι ευαίσθητος, πού γράφει κρυφό ποιήματα και ερωτεύεται ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών, είναι ή προσωποποίηση τού αναλωμένου και καταστρεφόμενου μέσα από το μεγαλείο τής ίδιας του δύναμης και εξουσίας ήρωα. Ο συνταγματάρχης Άουρελιανο Μπουενδία λειτουργεί σέ δύο επίπεδο, είναι ό απελευθερωτής, ό επαναστάτης ενός συγκεκριμένου ιστορικά και γεωγραφικό χώρου τής Λατινικής Αμερικής, είναι αυτός που ηγείται ενός εικοσάχρονου εμφύλιου σπαραγμού, που οργανώνει τριάντα  δύο ένοπλες εξεγέρσεις. γλυτώνει από δεκατέσσερις ενέδρες, φτάνοντας στο απόγειο τής δόξας και τού μεγαλείου του, αλλά ή ίδια ή ιστορία τον εκδικείται. Η ιστορία τής χώρας του, που δεν είναι έτοιμη να δεχτεί τα μηνύματα, τους οραματισμούς του, η επανάστασή του συντρίβεται και διαλύεται μέσα από το συμβιβασμό δύο κομμάτων των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων, έτσι ό συνταγματάρχης, όταν ρωτάει το σύντροφο του στον πόλεμο. Γερινέλδο Μάρκες, Πες μου κάτι παλιέ μου φιλέ, γιατί πολεμάς; -Ποιος άλλος λόγος θα μπορούσε να υπάρχει; απαντάει εκείνος, -για το μεγάλο Φιλελεύθερο Κόμμα,  κι ό συνταγματάρχης – Είσαι τυχερός που ξέρεις το γιατί. Όσο για μένα. μόλις τώρα κατάλαβα ότι αγωνίζομαι από περηφάνεια. Και στην παρατήρηση τού Μάρκες ότι αυτό είναι κακό, απαντάει Φυσικά όμως είναι καλύτερο παρά να μην ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι ή να αγωνίζεσαι όπως εσύ, για κάτι πού δεν έχει πιο κανένα νόημα για κανέναν.

Από δω και πέρα ό συγγραφέας αρχίζει να διευρύνει το συγκεκριμένο ιστορικά και γεωγραφικό πεδίο όπου ήταν τοποθετημένος ο Λατινοαμερικάνος ήρωας και τού δίνει μια άλλη υπόσταση θίγοντας πια το πρόβλημα τού ήρωα σαν ένα γενικό σύμβολο πέρα από χρόνο και τόπο τού ήρωα με τα δύο πρόσωπα Το δικό του, αυτό δηλαδή τής καθημερινότητας του, τού πεπερασμένου του είναι, κι αυτό πού τού επιβάλλει ή ιστορία. Από δω κι οι εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις. Αμείλικτη ή ιστορία, που προχωρεί σαρώνοντας, τον υποχρεώνει να κονιορτοποιήσει το δικό του πρόσωπο, ωθώντας τον στην πιό τραγική μοναξιά, στην έσχατη απομόνωση, έτσι ώστε το άλλο να μη μπορεί να εισχωρήσει, να μη μπορεί να δημιουργήσει την παραμικρή ρωγμή στο επιβαλλόμενο από την ιστορία πρόσωπο τού ηρώα και τότε δεν είναι μακριά η τυραννία πώς μπορεί να αναζητηθεί και να επιτευχθεί ή ισορροπία ανάμεσα στα δύο πρόσωπα ή είναι αναπόφευκτη η προσωπική ανάλωση και θυσία τού ήρωα, τού αγωνιστή, τού καθοδηγητή, μπροστά στην ιστορική ανάγκη.

Αυτά είναι το σημαντικότερα ερωτήματα πού θέτει ό Μάρκες στο βιβλίο του. Γιατί ό ηττημένος είναι τελικά ό συνταγματάρχης Άουρελιάνο Μπουενδία, αυτός που επωμίστηκε όλο το βάρος τής ευθύνης ενός εμφυλίου σπαραγμού είκοσι χρόνων, χάνοντας κάθε αίσθηση των προσωπικών του αναγκών, την ίδια του τη ζωή. Ένιωθε διασκορπισμένος, πολλαπλασιαζόμενος και πιά μοναχικός παρά ποτέ, κι έτσι – μόνος, εγκαταλειμμένος από τις προαισθήσεις του. προσπαθώντας να γλυτώσει από το κρύο πού θα τον συνόδευε μέχρι το θάνατό του, γύρεψε καταφύγιο στο Μακόντο, στη ζεστασιά των πιο παλιών του αναμνήσεων. Όμως κι εκεί δεν μπόρεσε να ‘χει καμιά επικοινωνία. Τα σημάδια που είχε αφήσει πάνω στην Ούρσουλα ή καθημερινή ζωή μισού αιώνα και πάνω δεν ξυπνούσαν ούτε ένα αίσθημα οίκτου μέσα του, τότε έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ψάξει στην καρδιά του και να βρει το μέρος όπου είχε σαπίσει ή στοργή του. και δεν μπόρεσε να το βρει. Μέσα σ όλη αύτη τη μοναξιά, σ αυτές τίς φανταστικές – ουτοπικές περιπλανήσεις των αντρών τής οικογένειας Μπουενδία υπάρχουν δυο γυναικείο πρόσωπά που συγκρατούν στέρεα το νήμα τής πραγματικότητας και τής συνέχειας η Ούρσουλα, το θεμέλιο πού πάνω του στηρίζεται όλη ή οικογένεια, παλιό μητριαρχικό κατάλοιπο και ή Πιλάρ Τερνέρα, σύμβολο της πιο μεγάλης ηδονής, τού πιο συγκλονιστικού αισθησιασμού – στοιχείο που διαπερνά όλες τις σχέσεις αρσενικών και θηλυκών τού βιβλίου, προδίνοντας σ’ αυτές εκείνη την πρωταρχική, την ουσιαστική, την αρχέγονη σημασία κι άξια. Έτσι, ή σχέση αρσενικού – θηλυκού στα Εκατό χρόνια μοναξιάς εμφανίζεται μέσα ακριβώς απ’ αυτό τό φοβερό φάσμα τής μοναξιάς, στην πιο τρομαχτική της ένταση, στην έσχατη ανάλυσή της, όπου η λειτουργία του ενστίκτου και τού πάθους αποκτούν μια ιερή μεγαλοπρέπεια. Τα πρόσωπα τού Μάρκες δε διστάζουν να διακινδυνεύσουν την ίδια την καταστροφή τους ή και να καταστραφούν ολοκληρωτικά, προκειμένου να δοκιμάσουν την πιο δυνατή ηδονή. προκειμένου να παραδοθούν, εγκαταλειφθούν και χαθούν μέσα στο ’Άλλο και μαζί του.

Ωστόσο ή κριτική ανάλυση τού κορυφαίου και πολυδιάστατου αυτού βιβλίου του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες δεν μπορεί να τελειώσει εδώ. Η μόνη φιλοδοξία αυτού τού ελάχιστου πονήματος είναι να θίγουν κάποιες στιγμές τού έργου και να δημιουργηθούν, ίσως, κάποια κίνητρα για άλλους, καλύτερους και βαθύτερους προβληματισμούς γύρω απ’ αυτό. Άλλωστε και υφολογικά, το έργο τού Μάρκες παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, ακριβώς γιατί εκφράζει τη διαλεκτική σχέση δυο λογοτεχνικών ειδών, δύο ιδεολογιών του επικού και του μυθιστορηματικού. Δημιουργεί έτσι την ατμόσφαιρα μιας προφορικής παράδοσης πού μπορεί όχι μόνο να διαβάζεται άλλα και ν ακούγεται.

 

Κείμενο της Έλενας Χουζούρη που δημοσιεύτηκε στα Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 2, Φεβρουάριος 1982

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Comments (1):

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.