Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

William S. Burroughs – Ένας πολύ ήσυχος ναρκομανής

Γραμμένο με την παρότρυνση του Τζακ Κέρουακ ο «Zunky», το πρώτο μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Μπάροουζ, που εκδόθηκε με το ψευδώνυμο William Lee, όνομα ενός μελλοντικού φανταστικού του ήρωα, δεν είναι απλά και μόνο μια αυτοβιογραφία. Ο ήρωας είναι χωρίς αμφιβολία ο αφηγητής ή ακόμα μεταφορικά τα ναρκωτικά, αλλά προπαντός ο ήρωας εκπροσωπεί το σύστημα, την κυκλοφορία και όπως το επισημαίνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, τον «τρόπο ζωής». Πρόκειται για μια οικονομία, με την έννοια ότι η δηλητηρίαση ορίζεται ως «η άλγεβρα της ανάγκης» που προκαλεί μια βαθιά αλλαγή των κοινωνικών κανόνων, των ανταλλαγών και του στυλ, για να μη μιλήσουμε για τις βιολογικές μεταμορφώσεις. Η διαφορά ανάμεσα στον «Zunky» και το «Γυμνό συμπόσιο», έγκειται αποκλειστικά στην προοπτική της γραφής. Πράγματι ο Μπάροουζ γράφει το ίδιο βιβλίο (καμιά φορά εμφανίζονται τα ίδια πρόσωπα με διαφορετικά ονόματα, υποδηλώνοντας το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκε ο Μπάροουζ τη δεκαετία του ’40 στη Ν. Υόρκη), όμως, αυτή τη φορά αντιμετωπίζει την τοξικομανία σαν εσωτερική εμπειρία, δηλαδή σαν νοητική οικονομία.

Ο επιθεωρητής Λη, της Nova Police, κάνει επιχειρήσεις και στις δύο σφαίρες ταυτόχρονα, με την ιδιότητα του διφορούμενου πράκτορα που λειτουργεί συμβολικά μεταξύ φανταστικού και πραγματικού. Ο Ουίλιαμ Αη δεν είναι πια απλώς ο συγγραφέας, αν υπήρξε ποτέ, αλλά ο συγγραφέας που έγινε υποκείμενο και αντικείμενο μιας ανάλυσης in vivo.

Το ότι ο Μπάροουζ διάλεξε για κεντρικό πρόσωπο τον «Τζάνκυ» δεν είναι κάτι απροσδόκητο, αφού κατεβαίνει μέχρι τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα για να επιχειρήσει μια πολύ συστηματική έρευνα για το δίκτυο των ναρκωτικών και των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων του κάθε προϊόντος. Το έργο του «Τα γράμματα του Yage» παίρνει ταυτόχρονα τη μορφή μιας αναζήτησης του απόλυτου και μιας επιστημονικής έρευνας. Αυτές οι επιστολές, που απευθύνονται στον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, αποτελούν τις σημειώσεις του από ένα ταξίδι που είχε σαν στόχο την ανακάλυψη των αποτελεσμάτων του bannisteria caapi, του yage των Ινδιάνων της Κολομβίας.

Ξεκινώντας απ’ τη γνώση που παίρνει απ’ όλα αυτά τα πειράματα, ο Μπάροουζ καταφέρνει να χτίσει τη θεωρία ενός γενικού μοντέλου. Στο τέλος του περίπλου του στον κόσμο των ναρκωτικών δηλώνει: «Στη γραφή μου δρω σαν γεωγράφος, σαν εξερευνητής των ψυχικών ζωνών… σαν κοσμοναύτης του εσωτερικού κόσμου και δεν βλέπω σε τι θα χρησίμευε η εξερεύνησις ορισμένων ζωνών που έχουν ήδη λεπτομερώς μελετηθεί.»

Αντιμετωπίζει λοιπόν το σύνολο των ανθρώπινων συμπεριφορών σαν ένα κλειστό πεδίο εξαρτήσεων και σαν καθαρά μαθηματικά, των οποίων η έλλειψη είναι το κλειδί. Όλο το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στην αναζήτηση των μέσων που οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα, χωρίς όμως τη χρήση ουσιών που επιφέρουν υποδούλωση. Για να το κάνει αυτό, φαντάζεται κάποιο είδος πανεπιστημίου όπου οι φοιτητές θα εκπαιδεύονταν στις τεχνικές εκείνες που θα τους επέτρεπαν να φτάσουν σε μια ολοκληρωμένη γνώση των ψυχικών μηχανισμών. «Προτείνω την ίδρυση ακαδημιών όπου η διεύρυνση του πεδίου της συνείδησης θα είναι δεδομένη· οι νέοι θα μάθαιναν να απογειώνονται, να μαστουρώνονται και να μένουν μαστουρωμένοι. Θέλω να πω “μαστουρωμένοι” τόσο “ψηλά” όσο και ο Αφέντης Ζεν, όταν το βέλος του φτάνει το στόχο στο κέντρο ακριβώς του μαύρου κύκλου, τόσο ψηλά όσο και ο δάσκαλος του καράτε όταν σπάει ένα τούβλο με την κόψη του χεριού του, τόσο “ψηλά” όσο και οι μυστικοπαθείς χριστιανοί που υψώνονται μυστηριακά στον αέρα (…) Μπήκαμε στην εποχή του χώρου. Ήρθε η ώρα να δούμε και να κοιτάξουμε πιο μακριά απ’ όσο μας επιτρέπει η άκρη των κυαλιών αυτού του ανισόρροπου ραδιενεργού πλανήτη που διαφθείρεται απ’ τους μπάτσους, ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε και να δούμε πιο μακριά από το ζωώδες σώμα».

Αυτή την ακαδημία ο Μπάροουζ την πραγματοποιεί μόνο στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά παραμένει γερά σκελετωμένη καθώς παρουσιάζεται σαν μια θεραπεία αποτοξίνωσης. Η «Απομορφίνη» του χρησιμεύει ως απόλυτο σημείο αναφοράς τόσο από μια ιατρική οπτική γωνία, όσο και από μια μυητική οπτική γωνία.

Πράγματι, η διδασκαλία που έγινε χάρη σ’ αυτή τη «θεραπεία» δεν αφορά μόνο το πρόβλημα των ναρκωτικών: η ίδια η κοινωνία θεωρείται σαν ένας καταναγκασμός και είναι επιτακτική ανάγκη να μάθει κανείς να απελευθερώνεται απ’ την κυριαρχία της. Έχει συχνά τη μορφή μιας «ελεγκτικής μηχανής», όπως για παράδειγμα στο «Σταυρωτό έργο» ή στην «Ηλεκτρονική επανάσταση».

Έτσι ο συγγραφέας φανταστικών έργων δεν παίζει πια έναν ηθικό ή πολιτικό ρόλο (με την έννοια της στράτευσης) αλλά ένα ρόλο όμοιο με θεραπεία με απομορφίνη: επιχειρεί να εκπληρώσει τα καθήκοντα του «ρυθμιστή του μεταβολισμού και των ψυχικών λειτουργιών».

Αν ο Μπάροουζ πιστεύει ότι το «αντίδοτο θα ήταν (…) ένας επαναπρογραμματισμός του νευρικού περιβάλλοντος του ανθρώπου» που θα εκδηλωνόταν με μια ριζική ηλεκτρονική επανάσταση, καταλήγει στον ορισμό μιας γλωσσικής έννοιας την οποία χαρακτηρίζει «ιό». Θεωρεί τη λέξη ένα ζωντανό οργανισμό που εισχωρεί στο ανθρώπινο σώμα για να κατοικήσει εκεί ως παράσιτο. Η εφαρμογή των «λογοτεχνικών μεθόδων της Lady Sutton Smith» δηλαδή του cut-up (κινηματογραφικό μοντάζ) που εφεύρε ο Brian Gysin, του fold-in (διπλώματος), αλλαγών θέσεων, του μοντάζ σε μαγνητόφωνο κλπ, έχει σαν σκοπό τη διακοπή των «συνειρμικών γραμμών» και τη δημιουργία ιερογλυφικών κειμένων, ξεφεύγοντας έτσι από την «αυτόματη, σχέση με τη λέξη». Οι μέθοδοι, αυτές επιτρέπουν την παραγωγή γραπτών λέξεων που συνδέονται με εικονικούς συνδυασμούς, πικτογράμματα μιας άγνωστης ακόμα γενιάς. Ο χειρισμός και η επεξεργασία τους χρησιμεύουν στη χαλάρωση των σφιγκτήρων της γλώσσας και στην αναπήδηση του ανείπωτου: «Τώρα ακούστε αυτό: Οι λέξεις έσβηναν. Γκρίνιαζαν, κλαψούριζαν, αλυχτούσαν σαν να ήταν οι λέξεις, υπό αμφισβήτηση και σαν να ήταν υποχρεωμένες να φανερώσουν την κρυμμένη τους σημασία».

Αναζητώντας τα «ιερογλυφικά της σιωπής», «σβήνοντας τις λέξεις», αποσυνδεοντας το συντακτικό κύκλωμα,, μαθαίνοντας να αναπνέει κανείς αθόρυβα, σαν τα ψάρια, ανακαλύπτοντας το μυστικό μιας θεραπευτικής και λυτρωτικής γραφής,, ο Ουίλιαμ Μπάροουζ εγκαθιστά το έργο του μέσα στη χασμωδία που χωρίζει τον άνθρωπο αυτό «το ζώο που δένει το χρόνο» από τη γλώσσα του για να βεβαιώσει ότι υπάρχει: μια μορφή επικοινωνίας που δεν θα αλλοτριωθεί πια πάνω σ’ αυτόν τον «πλανήτη που βασίζεται στον “λόγο”»

 

Κείμενο του Gérard-Georges Lemaire που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 281, σελίδα 36.

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.