Μετά θάνατον φιλοτιμήθηκε η Πατρίδα (το καθεστώς της υποτελείας) να τιμήσει ένα Ελεύθερο τέκνο της, τον Καζαντζάκη. Να τόνε θάψει δημοσία δαπάνη! Να τον τιμήσει νεκρόν, γιατί, όσο ήτανε ζωντανός και την τιμούσ’ εκείνος και μέσα κ’ έξω απ’ τα σύνορά μας, η Πατρίδα (το καθεστώς της υποτελείας) τον αποκήρυττε και τον πολεμούσε με όλες του τις εξουσίες: υπουργεία, Εκκλησία, Ακαδημία. Ευτυχώς που ζούσε στην ξενιτιά. Αν ήταν εδώ κ’ έγραφ’ εδώ, θα τον κυνηγούσε πιο αποτελεσματικά ως αντίχριστο κλπ.
Στον τάφο του μόνο δάφνες ταιριάζουνε τώρα. Πολλά, πρόωρ’ ακόμα, κι αντιφατικά γραφτήκανε στις εφημερίδες αυτών των ημερών για τον άνθρωπο και για το έργο του. Κι αυτός και κείνο έχουν αντιφάσεις. Ζούσανε διπλή ζωή. Μιαν Αληθινή και μια φκιαχτή.
Ο Καζαντζάκης ήταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ήρωας ο ίδιος! Ήρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας. Θα μείνει μοναδικό παράδειγμα αδιάκοπης προσπάθειας για την κατάχτηση της κορυφής. Ο Σικελιανός ήτανε πηγαίος πληθωρικός τύπος — εκρηκτικός και στη ζωή του και στους στίχους του. Έφτανε με άλματα στο τέρμα. Ήτανε προικισμένος από τη Φύση μέσα στη Φύση — αυτός το κέντρο. Ο Καζαντζάκης κατάφερνε ν’ αντικατασταίνει τον αυθορμητισμό με τον καιρό και με τον κόπο – καταπώς ήθελε ο Σολωμός. Όμως κι ο καιρός κι ο κόπος άφησανε τα ίχνη τους στα κείμενα του.
Όλη του η αγωνία, όπως φαίνεται και στα βιβλία του και στα ιδιωτικά του γράμματα, ήτανε να καταπλήξει με την εντυπωσιακή, την απροσδόκητη την υπερβολική φράση — την αλήθεια του περιεχομένου την είχε για δεύτερο πράμα. Γι’ αυτόν το λόγο το έργο του κάνει εντύπωση, μα δεν πείθει. Δεν κινεί την πραγματικότητα – γιατί μένει έξω απ’ τη φλεγόμενη βάτο, την πραγματικότητα.
Άλλωστε, στην ουσία της, η φιλοσοφία του είναι άρνηση της πραγματικότητας: του φαινομένου! Είναι πέρα κι από τις αλήθειες κι από τα ψέματα, όπως ο Νίτσε πέρ’ απ’ το καλό και το κακό. Ο θάνατος – η τελευταία πράξη. Και αρχή.
Αυτός ο μηδενισμός του τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Έμεινε πάντα έξω απ’ όλα – έκτος αν κάποτε κάπου ερασιτεχνικά και περαστικός. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πάντα πιστός αγωνιστής κ’ ένας από τους τελευταίους, που απομείναμε, οπαδούς του Κανόνα.
Μόνον έξω από τα πράγματα ένιωθε τον εαυτό του λεύτερο: αποδεσμευμένον από μάταιες ευθύνες. Στα παλιά του τα χρόνια βρήκε τη θεωρία του μετακομμουνισμού – μια θεωρία που τον ευκόλυνε να ξεφορτωθεί το παρόν. Ανάλογη θεωρία είχε λανσάρει τότε και ο κ. Παπανδρέου: τη θεωρία του μετακαπιταλισμού.
Αυτός ο μηδενισμός κ’ εξωπραγματισμός του ήταν ίσως φυσική εκδήλωση μιας πικραμένης ιδιοσυγκρασίας. Αλλά του μεγάλωσε την απελπισία και τον οδήγησε στο μυστικισμό και στη θεοληψία. Αυτά τα διαλυτικά πνευματικά στοιχεία αφαιρούν από το έργο του τη δύναμη, που πρέπει να έχουν όλα τα ζωντανά έργα: να κινούνε την πραγματικότητα, να φρονηματίζουνε τα νιάτα και να φωτίζουνε το δρόμο του μέλλοντος.
Ανεξάρτητ’ απ’ όλα αυτά, το έργο του όλο είναι καταπληχτικό σε ποσότητα και σε ποιότητα. Σ’ όλα τα είδη του εντέχνου Λόγου στάθηκε θαυμαστός, αλλά πάντοτες έντεχνος. Έγραψε δεκάδες χιλιάδες στίχους και πεζά. Κι όλα με την αγωνία της έκφρασης μη περαιτέρω. (Έτσι ορίζει το λογοτεχνικόν ωραίο ο Μπενεντέτο Κρότσε. Μα ο ορισμός του είναι μισός. Πρέπει και το περιεχόμενο να ναι αλήθεια μη περαιτέρω – τουλάχιστο βίωμα).
Οι νέοι (κ’ οι γέροι) έχουνε να πάρουνε πολλά διδάγματα απ’ τον Καζαντζάκη: Να χουνε φιλοσοφικές περιέργειες, να μην είναι αδιάβαστοι και προχειρολόγοι, να δίνουν όλη τους τη ζωή στην Τέχνη και στο δούλεμα της έκφρασης – αλλά και στην αναζήτηση της αλήθειας, του δίκιου και της ελευθερίας. Γιατί κι αν είναι το έργο του μάλλον αρνητικό, έχει δυο μεγάλα προτερήματα, που το σώζουν από κάθε χαλασμό: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνια της ελευθερίας.
Είναι περίεργη σύμπτωση (υπάρχει και λόγος!) που οι μεγαλύτεροι συγγραφείς και φωτοδότες του Έθνους έζησαν ή έδρασαν στο εξωτερικό. Από το Ρήγα ως τον Κοραή, από το Σολωμό (τα Εφτάνησα τότες ήταν… εξωτερικό) και τον Κάλβο ίσαμε τον Ψυχάρη και τον Πάλλη,
Η μοίρα των εδώ είναι η μοίρα του Παπαδιαμάντη και του Βουτυρά – ή ακόμα χειρότερα — του Λασκαράτου και του Ροΐδη. Κανένα ελεύθερο πνεύμα δεν είναι δεχτό εδώ. Προσέξτε ποιοι στέκονται στα ψηλότερα πόστα της πνευματικής μας ζωής και θα καλοτυχίσετε τον Καζαντζάκη, που μπόρεσε να ζήσει και να δουλέψει και να μεγαλυνθεί στο εξωτερικό, για να ταφεί στο τέλος εδώ δημοσία δαπάνη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή τη δεκαετία του 1950.