Αγόρασα τη μαϊμού στον πλειστηριασμό ενός τσίρκου που είχε χρεοκοπήσει.
Την πρώτη φορά που μου πέρασε από το μυαλό να απολαύσω την εμπειρία στην οποία είναι αφιερωμένες αυτές οι γραμμές, ήταν ένα βράδυ που διάβασα, δεν ξέρω πού, ότι οι ιθαγενείς της Ιάβας αποδίδουν την έλλειψη αρθρωμένου λόγου των πιθήκων στην άρνηση και όχι στην ανικανότητα. «Δεν μιλούν, έλεγαν, για να μην τους βάζουν να δουλεύουν».
Μια παρόμοια ιδέα, τίποτα ιδιαίτερα βαθύ στην αρχή, κατέληξε να με απασχολεί μέχρι που μεταβλήθηκε σε τούτο το ανθρωπολογικό αξίωμα:
Οι πίθηκοι ήταν άνθρωποι που για τον ένα ή τον άλλο λόγο είχαν πάψει να μιλούν. Αυτό το γεγονός προκάλεσε ατροφία των οργάνων της ομιλίας και των γλωσσικών κέντρων του εγκεφάλου. Αποδυνάμωσε και σχεδόν εξαφάνισε τη σχέση μεταξύ τους, περιορίζοντας τη γλώσσα του είδους σε άναρθρες κραυγές, και έτσι ο πρωτόγονος άνθρωπος εξέπεσε στην κατάσταση του ζώου.
Είναι σαφές ότι αν αυτό αποδεικνυόταν, θα εξηγούσε σίγουρα όλες τα περίεργα χαρακτηριστικά που καθιστούν τη μαϊμού μοναδικό ον. Αλλά κάτι τέτοιο θα είχε μόνο μία δυνατή απόδειξη: την επιστροφή της μαϊμούς στη γλώσσα.
Εν τω μεταξύ είχα γυρίσει όλον τον κόσμο με τη δική μου, εμπλέκοντάς την σε όλο και περισσότερες περιπέτειες. Στην Ευρώπη τράβηξε την προσοχή και έγινε τόσο αγαπητή που απέκτησε διασημότητα πρόξενου, όμως η σοβαρότητά μου ως επιχειρηματία δεν ταίριαζε με τέτοια καραγκιοζιλίκια.
Δουλεύοντας πάνω στην έμμονη ιδέα μου σχετικά με τη γλώσσα των πιθήκων, εξάντλησα όλη τη σχετική με το πρόβλημα βιβλιογραφία χωρίς κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Το μόνο που ήξερα με απόλυτη βεβαιότητα ήταν ότι δεν υπάρχει κανένας επιστημονικός λόγος για τον οποίο ο πίθηκος δεν μιλάει. Αυτό κουβαλούσε πίσω του συλλογισμούς πέντε ετών.
Ο Ισούρ (όνομα την προέλευση του οποίου δεν κατάφερα ποτέ να ανακαλύψω, διότι την αγνοούσε και ο προηγούμενός του ιδιοκτήτης), ο Ισούρ, λοιπόν, ήταν σίγουρα ένα αξιόλογο ζώο. Η εκπαίδευση στο τσίρκο, αν και ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο μιμητισμό, είχε αναπτύξει πολύ τις ικανότητές του, πράγμα που με προκαλούσε περισσότερο να δοκιμάσω επάνω του την, εκ πρώτης όψεως, τρελή θεωρία μου.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο χιμπατζής (όπως ήταν ο Ισούρ) έχει έναν από τους καλύτερους εγκεφάλους μεταξύ των πιθήκων και είναι ένα από τα πιο υπάκουα είδη, πράγμα που μεγάλωνε τις πιθανότητές μου. Κάθε φορά που τον έβλεπα να περπατά στα δύο πόδια, τα χέρια πίσω από την πλάτη για να κρατά την ισορροπία του και την όψη του σαν μεθυσμένος ναύτης, δυνάμωνε η πεποίθησή μου ότι ήταν ένας άνθρωπος σε καταστολή.
Πραγματικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην αρθρώνει λέξεις η μαϊμού. Η φυσική της γλώσσα, δηλαδή αυτό το σύνολο φωνασκιών με το οποίο επικοινωνεί με τους ομοίους της, είναι τόσο ποικιλόμορφο… Ο λάρυγγάς της, όσο διαφορετικός κι αν είναι από τον ανθρώπινο, σίγουρα δεν διαφέρει τόσο όσο του παπαγάλου, ο οποίος, εντούτοις, μιλάει. Και όσον αφορά στον εγκέφαλό της, εκτός από το γεγονός ότι κάθε σύγκριση με το προηγούμενο ζώο διαλύει κάθε αμφιβολία σχετικά, αρκεί να θυμόμαστε ότι και ο εγκέφαλος ενός ηλιθίου είναι υποτυπώδης, και παρά ταύτ, υπάρχουν κρετίνοι που μπορούν να προφέρουν κάποιες λέξεις. Βεβαίως, ό,τι έχει να κάνει με την περιφέρεια της περιοχής Broca1, είναι προφανές ότι σχετίζεται με τη γενικότερη ανάπτυξη του εγκεφάλου. Πέρα από αυτό, δεν έχει αποδειχθεί ότι αυτή είναι μοιραία η περιοχή του εντοπισμού της γλώσσας. Εάν η ανατομία αναλύσει καλύτερα την περιοχή αυτή, τα αντιφατικά γεγονότα θα είναι φυσικά αδιαμφισβήτητα.
Ευτυχώς, παρά τις άσχημες συνθήκες στις οποίες ζουν, στις μαϊμούδες αρέσει να μαθαίνουν, όπως φαίνεται από την μιμητική τους τάση. Η καλή μνήμη, η ικανότητα συλλογισμού που φτάνει μέχρι μία ισχυρή ικανότητα προσποίησης και η προσοχή, που είναι συγκριτικά πιο ανεπτυγμένη σε σύγκριση με ένα παιδί, αποδεικνύουν ότι οι μαϊμούδες αποτελούν ένα από τα πιο πλεονεκτικά παιδαγωγικά υποκείμενα.
Επιπλέον, η δική μου ήταν νέα, και είναι γνωστό πως η νεότητα συνιστά την πλέον πνευματική περίοδο της μαϊμούς, ομοιάζοντας σε αυτό με τους μαύρους. Η δυσκολία εντοπιζόταν μόνο στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσα για να της επικοινωνήσω τη λέξη. Γνώριζα όλες τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των προκατόχων μου. Και είναι περιττό να πω ότι μπροστά στην ικανότητα ορισμένων από αυτών και στο μηδενικό αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών τους, οι δικές μου απέτυχαν περισσότερες από μία φορές. Σκέφτηκα πάρα πολύ αυτό το ζήτημα και οδηγήθηκα στο εξής συμπέρασμα: Το πρωτεύον είναι να αναπτυχθεί το φωνητικό σύστημα της μαϊμούς.
Πράγματι, έτσι γίνεται και με τους κωφάλαλους πριν τους καταφέρουν να αρθρώσουν κάτι. Αμέσως μόλις έκανα αυτήν τη σκέψη, η αναλογία μεταξύ κωφάλαλου και μαϊμούς κατέκλυσε το πνεύμα μου.
Πρώτ’ απ’ όλα είναι η εκπληκτική μιμητική της ικανότητα που αντισταθμίζει την έλλειψη αρθρωμένου λόγου, δείχνοντας έτσι πως όσοι δεν παύουν να μιλούν παύουν να σκέφτονται, καθώς η πρώτη μειώνεται από την παράλυση της δεύτερης. Μετά, υπάρχουν κι άλλα χαρακτηριστικά πιο περίεργα, αφού είναι πιο συγκεκριμένα: η συνέπεια στη δουλειά, η αφοσίωση, το κουράγιο, χαρακτηριστικά απολύτως επιβεβαιωμένα και με αποκαλυπτικές ομοιότητες: την ευκολία στις ασκήσεις ισορροπίας και την αντοχή στο περιβάλλον.
Αποφάσισα λοιπόν να ξεκινήσω το έργο μου με μία πραγματική εκγύμναση των χειλιών και της γλώσσας της μαϊμούς μου, αντιμετωπίζοντάς την όπως έναν κωφάλαλο. Όσο αφορά στα υπόλοιπα, θα ευνοούσα την ακοή για να έχω απευθείας λεκτική επικοινωνία, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να χρησιμοποιήσω την αφή. Ο αναγνώστης θα δει ότι όσο αφορά αυτό ειδικά, έτρεφα υπερβολική αισιοδοξία.
Ευτυχώς, από όλα τα μεγάλα πιθηκοειδή ο χιμπαντζής είναι αυτός με τα πιο ευκίνητα χείλη. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή ο Ισούρ έπασχε από στηθάγχη, είχε συνηθίσει να ανοίγει το στόμα για να τον εξετάσουν.
Ο πρώτος έλεγχος επιβεβαίωσε εν μέρει τις υποψίες μου. Η γλώσσα παρέμενε στο βάθος του στόματός του, σαν μία αδρανής μάζα, και οι μόνες κινήσεις που έκανε ήταν αυτές της κατάποσης. Η εξάσκηση είχε αποτέλεσμα καθώς δύο μήνες αργότερα είχε μάθει να βγάζει την γλώσσα του κοροϊδευτικά. Αυτή ήταν η πρώτη σχέση μεταξύ της κίνησης της γλώσσας του και μιας ιδέας που έμαθε.
Μια σχέση, που από την άλλη, ταίριαζε απόλυτα με τη φύση του.
Τα χείλη απαίτησαν περισσότερη δουλειά καθώς έπρεπε να τεντωθούν με τσιμπίδα. Όμως εκείνος εκτιμούσε τη σημασία εκείνης της ανώμαλης διαδικασίας, ίσως λόγω της έκφρασής μου, και την εκτελούσε με ζωηρότητα. Όσο εγώ τον προπονούσα στις κινήσεις των χειλιών που έπρεπε να μιμηθεί, εκείνος παρέμενε καθισμένος, ξύνοντας τον πισινό του με το χέρι του γυρισμένο προς τα πίσω και κλείνοντας τα μάτια σε μία αμφίβολη συγκέντρωση ή ισιώνοντας τις φαβορίτες του με τον αέρα ενός ανθρώπου που εναρμονίζει τις ιδέες του με ρυθμικές χειρονομίες. Στο τέλος, έμαθε να κινεί τα χείλη του.
Όμως, η άσκηση της ομιλίας είναι μια δύσκολη τέχνη, όπως αποδεικνύεται από το μακρύ μπαμπάλισμα των παιδιών που τα οδηγεί, μαζί με την πνευματική τους ανάπτυξη, στην απόκτηση της συνήθειας. Στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι το ίδιο το κέντρο των φωνητικών νευρώνων σχετίζεται με αυτό της ομιλίας με τέτοιο τρόπο που η φυσιολογική ανάπτυξη και των δύο εξαρτάται από την αρμονική τους εξάσκηση. Αυτό το είχε ήδη αντιληφθεί το 1785 ο Χάινικε, ο εφευρέτης της προφορικής μεθόδου για την εκπαίδευση των κωφαλάλων 2, ως φιλοσοφική συνέπεια. Μιλούσε για μία «δυναμική συγκέντρωση ιδεών», φράση η οποία, με τη βαθιά της σαφήνεια, θα τιμούσε πολλούς σύγχρονους ψυχολόγους.
Όσον αφορά τη γλώσσα, ο Ισούρ βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με το παιδί που πριν μιλήσει καταλαβαίνει ήδη πολλές λέξεις. Όμως, ήταν πολύ περισσότερο ικανός να συσχετίσει τις ιδέες που όφειλε να έχει για τα πράγματα εξαιτίας της μεγαλύτερής του πείρας από τη ζωή.
Αυτές οι ιδέες, που δεν όφειλαν να είναι μόνο εντυπώσεις αλλά και να εκφράζουν απορίες ή να αναλύουν πραγματείες ανάλογα τον διαφορετικό τους χαρακτήρα, πράγμα που υποθέτει μια αφηρημένη συλλογιστική, του έδιναν έναν υψηλό βαθμό ευφυίας πολύ χρήσιμο, πράγματι, στον σκοπό μου.
Εάν οι θεωρίες μου φαίνονται υπερβολικά τολμηρές, αρκεί να σκεφτούμε ότι ο συλλογισμός, ή μάλλον, το βασικό λογικό επιχείρημα, δεν είναι ξένο για το μυαλό πολλών ζώων, καθώς αρχικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύγκριση μεταξύ δύο αισθήσεων. Εάν δεν ισχύει αυτό, τότε γιατί τα ζώα που γνωρίζουν τους ανθρώπους τρέχουν να κρυφτούν από αυτούς ενώ αυτά που δεν τους ξέρουν δεν το κάνουν ποτέ;
Ξεκίνησα λοιπόν την φωνητική εκπαίδευση του Ισούρ. Προσπάθησα να του μάθω πρώτα τη μηχανική λέξη για να τον φτάσω σταδιακά στην συνειδητή λέξη.
Η μαϊμού έχει φωνή, έχει δηλαδή ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους κωφάλαλους, και μπορεί να αρθρώσει περισσότερα στοιχειώδη πράγματα. Έτσι, προσπαθούσα να του διδάξω τις τροποποιήσεις των πραγμάτων αυτών που είναι τα φωνήματα και η άρθρωσή τους. Αυτή αποκαλείται από τους ειδικούς στατική ή δυναμική, σε ότι αφορά τα φωνήεντα και τα σύμφωνα.
Δεδομένης της λαιμαργίας της μαϊμούς, και ακολουθώντας σε αυτό τη μέθοδο που εφάρμοσε ο Χάινικε με τους κωφάλαλους, αποφάσισα να συσχετίσω κάθε φωνήεν με μία λιχουδιά: το α με την πατάτα, το ε με τον καφέ, το ι με το κρασί, το ο με το κακάο, το ου με το κουλούρι, με τέτοιο τρόπο ώστε το φωνήεν να περιέχεται στο όνομα της λιχουδιάς, είτε να είναι μόνο του είτε να ενώνει τις δύο συλλαβές, την τονούμενη και την προσωδική, δηλαδή ως βασικό.
Όλα πήγαιναν καλά όσο ασχολούμασταν με τα φωνήεντα, δηλαδή με τους ήχους που δημιουργούνται με ανοιχτό το στόμα. Ο Ισούρ τα έμαθε μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Μόνο που καμιά φορά, ο αέρας που υπήρχε στη στοματική του κοιλότητα τους έδινε μία στρογγυλάδα σαν μπουμπουνητό. Αυτό που τον δυσκόλεψε πιο πολύ απ’ όλα ήταν το ου.
Τα σύμφωνα ήταν μία διαολεμένη δουλειά και σύντομα κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα πρόφερε εκείνα για τον σχηματισμό των οποίων χρειάζονταν τα δόντια και τα ούλα. Οι μεγάλοι του κυνόδοντες και η στοματική του κοιλότητα το καθιστούσαν παντελώς αδύνατο.
Το λεξιλόγιο παρέμενε περιορισμένο λοιπόν στα πέντε φωνήεντα, και στο νι, το κάπα, το ρο, το λάμδα και το χι, δηλαδή σε όλα εκείνα τα σύμφωνα για τον σχηματισμό των οποίων δεν μετείχαν παρά ο ουρανίσκος και η γλώσσα.
Ακόμα και γι αυτό, η ακοή δεν μου ήταν αρκετή. Αναγκάστηκα να καταφύγω στην αφή όπως οι κωφάλαλοι, στηρίζοντας το χέρι του στο στήθος μου και μετά στο δικό του να να νιώθει τις δονήσεις του ήχου.
Έτσι πέρασαν τρία χρόνια χωρίς να καταφέρει να σχηματίσει καμία λέξη. Είχε την τάση να δίνει στα πράγματα , σαν κύριο όνομα, το γράμμα που ο ήχος του επικρατούσε σε αυτά. Αυτό ήταν όλο.
Στο τσίρκο είχε μάθει να γαβγίζει όπως τα σκυλιά, που ήταν οι σύντροφοί του στη δουλειά. Όταν με έβλεπε να απελπίζομαι από τις μάταιες προσπάθειες να του βγάλω μια λέξη, γάβγιζε δυνατά σαν να προσπαθούσε να μου προσφέρει όλα όσα ήξερε. Πρόφερε μεμονωμένα τα φωνήεντα και τα σύμφωνα αλλά δεν μπορούσε να τα συσχετίσει. Το πολύ – πολύ να πετύχαινε μία επανάληψη των νι και των ρο.
Όσο αργή κι αν ήταν, είχε συντελεστεί μία μεγάλη αλλαγή στον χαρακτήρα του. Έκανε λιγότερες γκριμάτσες, το βλέμμα του ήταν πιο βαθύ και έπαιρνε στοχαστική στάση. Είχε αποκτήσει, για παράδειγμα τη συνήθεια, να περιεργάζεται τα αστέρια. Η λογική του αναπτυσσόταν εξίσου. Παρουσίαζε μεγάλη ευκολία στα δάκρυα. Τα μαθήματα συνεχίζονταν με άκαμπτη επιμονή αν και χωρίς μεγάλη επιτυχία. Είχε φτάσει να μου γίνει μία οδυνηρή εμμονή και σιγά σιγά ένιωθα την τάση να μεταχειριστώ βία. Ο χαρακτήρας μου είχε σκληρύνει από την αποτυχία, μέχρι που κατέπνιγα μία κρυφή εχθρότητα ενάντιον του Ισούρ. Εκείνος εκλογίκευε όλο και περισσότερο στο βάθος της ατίθασης βουβαμάρας του και είχα αρχίσει να πείθομαι ότι ποτέ δεν θα τον έβγαζα από αυτή, όταν ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν μιλούσε επειδή δεν ήθελε. Ο μάγειρας, τρομοκρατημένος, ήρθε μία νύχτα να μου πει ότι είχε πιάσει τη μαϊμού «να λέει αληθινές λέξεις». Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, βρισκόταν κουλουριασμένη κάτω από μία συκιά του κήπου όμως ο τρόμος τον εμπόδιζε να θυμηθεί το βασικό της ιστορίας, δηλαδή τις λέξεις που έλεγε. Κατάφερε να συγκρατήσει μόνο δύο: κρεβάτι και πίπα. Σχεδόν τον πήρα με τις κλωτσιές για την ηλιθιότητά του.
Περιττό να πω ότι πέρασα τη νύχτα πολύ ταραγμένος. Και αυτό που δεν είχα διαπράξει μέσα σε τρία χρόνια, το λάθος που θα τα έκανε όλα να χαθούν, προήλθε από την εξασθένιση εκείνης της συνειδητοποίησης, όπως και από την υπερβολική μου περιέργεια. Αντί να αφήσω τη μαϊμού να φτάσει να μιλήσει με τρόπο φυσικό, την φώναξα την επόμενη μέρα και προσπάθησα να της το επιβάλω με την πειθαρχία.
Δεν κατάφερα τίποτα εκτός από τα νι και τα ρο απ’ τα οποία είχα μπουχτίσει, τα υποκριτικά κλεισίματα του ματιού και – ο Θεός να με συγχωρέσει – ένα κάποιο φευγαλέο ίχνος ειρωνείας στις ασαφείς, συνεχόμενες γκριμάτσες της.
Θύμωσα και χωρίς να το σκεφτώ καθόλου, τη χτύπησα με το μαστίγιο. Το μόνο που κατάφερα ήταν να την κάνω να κλαίει και στη συνέχεια να σωπάσει οριστικά χωρίς να βογκάει καν.
Τρεις μέρες αργότερα αρρώστησε με ένα είδος ζοφερής άνοιας που περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο με συμπτώματα μηνιγγίτιδας. Βδέλλες, κρύα ντους, καθαρτικά, δερματικά φάρμακα, διττανθρακική βρομονία 3, βρώμιο, της εφαρμόστηκε κάθε θεραπεία για το τρομερό κακό. Αγωνίστηκα με απεγνωσμένο ζήλο, ορμώμενος από μεταμέλεια και φόβο. Εκείνη πάλευε πιστεύοντας ότι ήταν θύμα της θηριώδους σκληρότητάς μου ενώ εγώ για την τύχη ενός μυστικού που ίσως έπαιρνε μαζί στον τάφο της.
Ο Ισούρ καλυτέρεψε μετά από πολύ καιρό, ωστόσο ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να κουνηθεί από το κρεβάτι του. Η εγγύτητα του θανάτου τον είχε εξευγενίσει και εξανθρωπίσει. Δεν με άφηνε από τα μάτια του, τα γεμάτα ευγνωμοσύνη, που με ακολουθούσαν σε όλο το δωμάτιο σαν δύο περιστρεφόμενες μπίλιες ακόμα κι όταν βρισκόμουν πίσω του. Το χέρι του έψαχνε το δικό μου σε μία αναρρωτική οικειότητα. Στη μεγάλη μου μοναξιά αποκτούσα ταχέως την αξία ενός προσώπου.
Το δαιμόνιο της ανάλυσης, που δεν είναι παρά μία μορφή διαστροφής, με ώθησε ωστόσο να ξαναρχίσω τα πειράματά μου. Στην πραγματικότητα, η μαϊμού είχε μιλήσει. Αυτό δεν μπορούσε να μείνει έτσι.
Άρχισα, πολύ αργά, να τον ρωτώ τα γράμματα που ήξερε να προφέρει. Τίποτα! Το άφησα μόνο του για μερικές ώρες κατασκοπεύοντάς τον από μία τρύπα στο διαχωριστικό. Τίποτα! Του μίλησα με σύντομες φράσεις, προσπαθώντας να κεντρίσω την αφοσίωσή του ή την λαιμαργία του. Τίποτα! Όταν όλα αυτά δεν έπιαναν, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Όταν του έλεγα μία συνηθισμένη φράση όπως «εγώ είμαι ο κύριός σου» με την οποία ξεκινούσα όλα τα μαθήματα, ή «εσύ είσαι η μαϊμού μου» και την οποία συμπλήρωνα την προηγούμενη φράση για να δηλώσω μία συνολική αλήθεια, εκείνος έγνεφε κλείνοντας τα βλέφαρά του.
Δεν έβγαζε ήχο και ούτε καν κινούσε τα χείλη του.
Είχε επιστρέψει στις χειρονομίες σαν μοναδικό μέσο επικοινωνίας μαζί μου. Και αυτή η λεπτομέρεια, συνδεδεμένη, τηρουμένων των αναλογιών με τους κωφαλάλους, πολλαπλασίασε τις ανησυχίες μου καθώς κανείς δεν αγνοεί τη μεγάλη προδιάθεση των τελευταίων στις πνευματικές ασθένειες. Ορισμένες φορές επιθυμούσα να τρελαθεί για να δω αν μέσα στο ντελίριό του θα έσπαγε επιτέλους τη σιωπή του. Η ανάρρωσή του δεν προχωρούσε. Παρέμενε το ίδιο κοκκαλιάρης και το ίδιο θλιμμένος. Ήταν προφανές ότι νοσούσε από ευφυΐα και από πόνο. Η σωματική του ενότητα είχε διασπαστεί από κάποιον απότομο, ανώμαλο στοχασμό και μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, δεν ήταν παρά χαμένη υπόθεση. Όμως, παρά την πραότητα που του προκαλούσε η ασθένεια, η σιωπή του, εκείνη η απελπιστική σιωπή που μου προκαλούσε αγανάκτηση, δεν υποχωρούσε. Από το σκοτεινό βάθος της προϊστορίας, η σιωπή είχε μετατραπεί σε ένα ένστικτο σαν σκληρό πέτρα. Η ράτσα επέβαλλε χιλιετή βουβαμάρα στο ζώο, ενισχύοντας τον αταβισμό του μέχρι τις ρίζες της ύπαρξής του.
Κάποια άγνωστη και βάρβαρη δικαιοσύνη είχε επιβάλλει στους αρχαίους ανθρώπους της ζούγκλας τη σιωπή, δηλαδή την πνευματική αυτοκτονία, και αυτοί προκρίνοντάς την, απόφαση ακόμα μη συνειδητή αλλά αξιοθαύμαστη στην απεραντοσύνη του χρόνου της, διατηρούσαν το μυστικό τους που ήταν καμωμένο από μυστήρια του δάσους και αβύσσους προϊστορίας. Ατυχίες του καθυστερημένου στην εξέλιξη ανθρωποειδούς που το μυαλό του αντιλαμβανόταν τον άνθρωπο ως ένα ον δεσποτικό και θλιβερά βάρβαρο, καθώς οι άνθρωποι είχαν χωρίς αμφιβολία εκθρονίσει τις μεγάλες οικογένειες τετραδέξιων 4 που κυριαρχούσαν στα δέντρα των πρωτόγονων Εδέμ, αραιώνοντας τις γραμμές τους και αρπάζοντας τα θηλυκά τους για να οργανώσουν τη σκλαβιά από τη δική τους μήτρα. Όμως εκείνοι επέμειναν να διαποτίζουν την θανάσιμη αξιοπρέπειά τους με την ανικανότητά τους να νικήσουν, πράγμα που τους οδήγησε στο να σπάσουν τον ανώτερο και καταραμένο κρίκο που τους ένωνε με τον εχθρό, τον κρίκο της ομιλίας, βρίσκοντας καταφύγιο και απόλυτη σωτηρία στη νύχτα της ζωώδους ύπαρξης.
Και τι φρικαλεότητες, τι τρομερές βιαιότητες δεν θα είχαν διαπράξει οι νικητές επί των ημιάγριων όντων που βρίσκονταν στην κρίσιμη καμπή της εξέλιξής τους προκειμένου να υποκύψουν στον εξοβελισμό τους στην ταπεινωτική ισότητα των κατωτέρων αφού είχαν πρώτα γευτεί την πνευματική απόλαυση που είναι ο βιβλικός καρπός του παραδείσου. Εκείνη η οπισθοχώρηση αποκρυστάλλωσε διά παντός την ευφυΐα τους στις αυτόματες χειρονομίες ενός ακροβάτη. Για εκείνη τη μεγάλη δειλία θα καμπούριαζαν τη ράχη τους αιώνια, διακριτικό των κυριαρχούμενων ζώων, με τη ντροπή μελαγχολικά εντυπωμένη στο φόντο της γελοιοποιημένης τους εικόνας.
Εδώ, στο χείλος της επιτυχίας, είχε ξυπνήσει η κακή μου διάθεση από τα βάθη ενός αταβίστικου Άδη. Μέσα από εκατομμύρια χρόνια, οι λέξεις και τα μάγια τους, μου είχαν αφαιρέσει την παλιά πιθηκίσια ψυχή. Όμως ενάντια σε αυτήν την τάση που θα έσκιζε τα σκοτάδια της προστατευτικής κτηνώδους κατάστασης, η προγονική μνήμη, που είχε διασπαρεί στο είδος μας μέσω ενός ενστικτώδους φόβου, επίσης αντιτασσόταν, έβαζε εποχή πάνω στην εποχή, σαν ένα τείχος.
Η επιθανάτια αγωνία του Ισούρ ξεκίνησε χωρίς να χάσει τις αισθήσεις του. Μια γλυκιά αγωνία με τα μάτια κλειστά, αδύναμη αναπνοή, αχνό σφυγμό, απόλυτη ακινησία που διακοπτόταν μόνο για να κοιτάξει πού και πού προς το μέρος μου με μία σπαραξικάρδια έκφραση αιωνιότητας, το πρόσωπό του σαν θλιμμένου, γερασμένου μιγάδα. Και την τελευταία νύχτα, τη βραδιά του θανάτου του, ήταν τότε που συνέβη το παράξενο γεγονός το οποίο με έκανε να καταπιαστώ με αυτήν την αφήγηση.
Είχα αποκοιμηθεί στο προσκέφαλό του, νικημένος από τη ζέστη και την ησυχία του δειλινού που έπεφτε, όταν ξαφνικά ένιωσα να με άρπαζαν από τον καρπό.
Ξύπνησα ξαφνιασμένος. Η μαιμού, με τα μάτια ανοιχτά, πέθαινε οριστικά εκείνη τη φορά και η έκφρασή της ήταν τόσο ανθρώπινη που μου προκάλεσε τρόμο. Όμως το χέρι της, τα μάτια της, με τραβούσαν με τρόπο τόσο εύγλωττο κοντά της που αναγκάστηκα να σκύψω αμέσως στο πρόσωπό της. Και τότε, με την τελευταία της ανάσα, την τελευταία ανάσα που στεφάνωνε και έσβηνε την ίδια στιγμή την ελπίδα μου, ξεπετάχτηκαν, είμαι σίγουρος, ξεπετάχτηκαν με ένα μουρμουρητό (γιατί, πώς να εξηγήσω τον τόνο μιας φωνής που είχε παραμείνει βουβή για δέκα χιλιάδες αιώνες;) αυτές οι λέξεις που με την ανθρωπιά τους συμφιλίωναν όλα τα είδη:
Κύριε, νερό, κύριε, κύριέ μου…
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περί Ου
Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου
Σκίτσα: Rodolfo Fucile