Κι εγώ, Μεγαλειότατε, ποσώς δεν αμφιβάλλω,
πως στο ταξίδι σας αυτό περάσατε καλά,
και κρίμα που δεν βρέθηκα κι εγώ εκεί να ψάλλω,
και να φωνάξω Ζήτω μας και τράλαλαλαλά.
Αλλ΄ όμως οι ελεύθεροι εμείς από δω πέρα
με το μυαλό πετούσαμε κοντά σας κάθε μέρα.
Οι νέοι σας Επίτροποι με τόση καλοσύνη
κάθε ημέρα έγραφαν εις τις εφημερίδες,
πού σήμερα ή αύριον ο βασιλεύς θα μείνει,
αν έφαγε με όρεξη και τι λογιών μερίδες.
Σε τίνος μέσα κάθησε Πασά αρχοντικό,
κι αν ύπνο εκοιμήθηκε εκεί βασιλικό.
Με τούτα οι Επίτροποι μας σύχαζαν κομμάτι,
κι εμείς σαν εμαθαίναμε πως είσθε υγιής,
το ρίχναμε εις το φαγί, στον ύπνο, στο ραχάτι,
κι εις κάθε μια απόλαυση λεβέντικης ζωής.
Και μόλις ύπνος ήσυχος μάς έκλεινε τα μάτια,
καβάλα σας εβλέπαμε σε αφρισμένα άτια.
Εβλέπαμε τριγύρω σας Τούρκους, Ρωμιούς, Ραββίνους,
να βγάζουνε στο διάβα σας ως κάτω τα καπέλα,
και καθαρά ακούαμε τους λόγους των εκείνους,
που μέσα εις τον ύπνο μας μάς ήρχετο σαν τρέλα.
Κι εγώ μια νύκτα ξύπνησα κι απ΄ την πολλή χαρά
απ΄ το κρεβάτι πήδησα και φώναξα «Ουρρά»!
Ω! πόσον είναι ευτυχής ο βασιλεύς εκείνος,
που δίχως βόλι γίνεται χωρών κατακτητής,
που με χαρά τον προσφωνεί ακόμη κι ο Ραββίνος,
και ο Χασάν ο Δήμαρχος, κι εγώ ο ποιητής!
Αυτά και άλλα έλεγα μονάχος μες στο νου μου,
κοιτάζοντας το κάντρο σας στον τοίχο του σπιτιού μου.
Κι εγώ, Μεγαλειότατε, σας έχω κρεμασμένο,
κι εγώ πολύ σας αγαπώ… ξέρω πως δεν σας μέλει,
αλλ΄ όμως στην αγάπη μου εγώ θα επιμείνω,
κι αν η Μεγαλειότης σας ακόμη δεν την θέλει.
Και αν εσείς δεν θέλετε και να σας χαιρετώ,
θα χαιρετώ το κάντρο σας, και είναι το αυτό.
Πόσες φορές να ξέρατε μες στη φτωχή μου σάλα
είχα τ΄ ωραίο κάντρο σας για μόνη συντροφιά,
πόσα γι΄ αυτό δεν έκαμα ποιήματα μεγάλα,
πόσες φορές του μίλησα για την αγιά Σοφιά!
Με συγχωρείτε, βασιλεύ, για το πολύ μου θάρρος,
είπα πολλά στο κάντρο σας, αλλ΄ όμως μη προς βάρος.
Ναι μεν, γνωρίζω έγκλημα φρικτόν πως θεωρείται
και με το κάντρο βασιλιά κουβέντα να κρατείς,
αλλά, Μεγαλειότατε, καλά συλλογισθείτε,
πως έχω το δυστύχημα να είμαι ποιητής.
Και ξέρετε, οι ποιηταί μιλούνε νύκτα μέρα
με ουρανούς, με ζωγραφιές, με κύματα, μ΄ αέρα.
Εγώ, Μεγαλειότατε, δεν είμαι δημοκράτης,
εμένα πάντα μ΄ άρεσε ο θρόνος και μ΄ αρέσει,
θέλω να είμαι ευγενής κι εγώ αριστοκράτης,
ή καν να έχω στην Αυλή αρχιμαγείρου θέση.
Δημοκρατίες μοναχά γυρεύουν οι κουτοί,
κι αν στέμμα τους επρόσφεραν, θα τόπαιρναν κι αυτοί.
Ως τώρα δεν εφθόνησα τη δόξα σας ποτέ μου,
και ούτε εις τον θρόνο σας επιθυμώ ν΄ ανέβω,
και θα με συγχωρήσετε, Μεγαλειότατέ μου,
αν κάποτε σαν άνθρωπος τον σκύλο σας ζηλεύω.
Ω! ας μου εχαρίζατε εκείνο το σκυλί,
κι ούτε Αυλάρχης ήθελα να ήμουν στην Αυλή.
Με λύπη μου σας βεβαιώ πως ο καλός σας σκύλος
σας αγαπά καλύτερα απ΄ όλη την Αυλή,
πως είναι ο πιστότερος κι ως σύμμαχος κι ως φίλος,
κι ας μη σας υποκλίνεται κι ας μη σας ομιλεί.
Χωρίς παράσημα φρουρεί ακοίμητος το στέμμα,
κι είναι ο μόνος Αυλικός οπού δεν λέγει ψέμα.
Ω! είθε σεις οι βασιλείς να είχατε συμβούλους
εκ της φυλής της Νέας Γης ή Οτεντόττων σκύλους,
και όχι τόσους κόλακας και παρασίτους δούλους,
που τους θαρρείτε μόνοι σεις του θρόνου σας τους στύλους.
Αλλά γιατί παραλαλώ για θρόνους και σκυλιά;
εγώ θα βάλω τάχα νου σε κάθε βασιλιά;
Και αν τα είπα όλ΄ αυτά, τα είπα για καλό σας,
και θεωρείτε πάντοτε τους στίχους μου αθώους,
και έπειτα δεν είμαι δα κι εγώ υπήκοός σας,
που θα σας κάμω μάλιστα και νέους υπηκόους;
Λοιπόν ωσάν υπήκοος νομίζω πως μπορώ
να εξοδεύω και για σας ολίγο μου καιρό.
Και τώρα πάλιν έρχεσθε στους πρώτους σας θαλάμους,
και πάλι στην πρωτεύουσα πατείτε την κλεινή,
να εορτάσετε εδώ τους ευτυχείς σας γάμους…
ω! τι παράτα, βασιλεύ, καινούργια θα γενεί!
Δεν έχει, θα το κάψουμε εφέτος χωρίς άλλο,
κι εγώ φωτιά στους στίχους μου για χάρη σας θα βάλω.
Αλλά, Μεγαλειότατε, ολόρθος σηκωθείτε,
και αετός δικέφαλος τριγύρω σας πετά·
και με τα δυο τα χέρια σας το στέμμα σας κρατείτε,
κι ο αετός τη λάμψη του αχόρταγα κοιτά.
Προσέξετε μην πέσετε στου αετού το νύχι,
και δεν θα σας γλυτώσουνε χίλιες χιλιάδες στίχοι.
Μη σας κοιμίζουν, βασιλεύ, με Ζήτω και παράτες,
και άμα ένας άξιος φανεί να βασιλεύει,
τότε μ΄ αγάπη άδολη θα βρει καρδιές γεμάτες,
και δημοκράτης να γενεί κανείς δεν θα γυρεύει.
Αυτά σας λέγω, βασιλεύ, και υπογεγραμμένος
μένω πιστός υπήκοος κατενθουσιασμένος.-
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μη χάνεσαι, 1881
Pingback