Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Ivan Bunin – Ένα κρύο φθινόπωρο

Τον Ιούνη του 1914 εκείνος ήταν φιλοξενούμενός μας στο κτήμα. Πάντα στο σπίτι μας τον θεωρούσαμε δικό μας άνθρωπο, αφού ο μακαρίτης ο πατέρας του ήταν γείτονας και φίλος του δικού μου πατέρα. Στις 15 Ιουνίου δολοφονήσανε στο Σεράγεβο τον Φραγκίσκο Φερδινάνδο -τον διάδοχο του θρόνου της Αυστρίας. Την επόμενη μέρα φέρανε -όπως πάντα- τις εφημερίδες απ’ το ταχυδρομείο. Ο πατέρας καθώς βγήκε απ’ το γραφείο του με την απογευματινή εφημερίδα στα χέρια κι ήρθε στην τραπεζαρία, όπου ακόμη καθόμασταν και παίρναμε το τσάι μας εκείνος, η μαμά κι εγώ, μας είπε:

«Λοιπόν, φίλοι μου, πόλεμος! Στο Σεράγεβο σκοτώσανε τον διάδοχο. Αυτό σημαίνει πως αρχίζει πόλεμος!»

Ανήμερα των Αγίων Πέτρου και Παύλου, που ο πατέρας είχε την ονομαστική του γιορτή κι είχε μαζευτεί σε μας πολύς κόσμος, τον παρουσίασε ενώπιον όλων ως αρραβωνιαστικό μου. Ενώ λίγο αργότερα, η Γερμανία είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον της Ρωσίας…

Εκείνος πριν φύγει για το μέτωπο μας επισκέφτηκε μόνο για ένα εικοσιτετράωρο, για να μας αποχαιρετήσει. Ήτανε Σεπτέμβριος. (Όλοι τότε νομίζαμε ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα, και ο γάμος μας είχε απλώς αναβληθεί για την άνοιξη). Και να, έφτασε το βράδυ του αποχαιρετισμού μας. Μετά το δείπνο, όπως συνηθιζόταν, φέρανε το σαμοβάρι κι ο πατέρας, αφού σταμάτησε να κοιτάζει απορροφημένος τα ιδρωμένα απ’ τον ατμό παράθυρα είπε:

«Ασυνήθιστα πρόωρο και κρύο φθινόπωρο!»

Εμείς εκείνο το βράδυ καθόμασταν ήσυχα και αραιά και που, ανταλλάσσαμε κάτι ασήμαντες κουβέντες, υπερβολικά ήρεμες, κρύβοντας έτσι τις μυστικές μας σκέψεις και τα συναισθήματα. Έτσι, με την ίδια προσποιητή απλότητα κι ο μπαμπάς σχολίασε το φθινόπωρο. Εγώ πλησίασα στην πόρτα του μπαλκονιού και σκούπισα το τζάμι με το μαντήλι μου. Κοίταξα έξω στον κήπο και στον μαύρο ουρανό, όπου φεγγοβολούσανε ζωηρά τα παγωμένα αστέρια. Ο πατέρας κάπνιζε, γερμένος πίσω στην πολυθρόνα του, κοιτάζοντας αφηρημένα την κρεμασμένη πάνω απ’ το τραπέζι πυρακτωμένη λάμπα, ενώ η μαμά φορώντας τα γυαλιά της, έραβε προσεκτικά κάτω απ’ το λαμπατέρ της ένα μικρό μεταξωτό πουγκί. Ξέραμε τι ακριβώς ήταν αυτό, και νιώθαμε να μας διαπερνάει μια συγκίνηση αλλά κι ένα ψυχρό ρίγος. Ο πατέρας ρώτησε:

«Λοιπόν, θέλεις παρ’ όλα αυτά να φύγεις νωρίς το πρωί κι όχι μετά το πρωινό;»

«Ναι, αν μου επιτρέπετε πρωί-πρωί» απάντησε εκείνος. «Πολύ κρίμα, αφού καλά-καλά δεν πρόλαβα να βολευτώ στο σπίτι».

O πατέρας αναστέναξε βαθιά:

«Εντάξει ψυχή μου, όπως θέλεις. Μόνο που θα πρέπει τότε να πάμε να ξαπλώσουμε, με τη μαμά, επειδή θέλουμε οπωσδήποτε να σε ξεπροβοδίσουμε αύριο…»

Η μαμά σηκώθηκε και σταύρωσε τον μέλλοντα γαμπρό της, εκείνος έσκυψε και φίλησε το χέρι της και μετά το χέρι του πατέρα. Όταν μείναμε μόνοι, καθίσαμε λιγάκι ακόμα στην τραπεζαρία. Τότε μου ήρθε να ρίξω μια πασιέντσα, ενώ εκείνος βάδιζε σιωπηλός απ’ τη μια γωνία στην άλλη, και μετά από λίγη ώρα με ρώτησε:

«Θέλεις να βγούμε να περπατήσουμε λίγο;»

Το σφίξιμο στην ψυχή μου γινότανε όλο και πιο δυνατό, αλλά του απάντησα, δήθεν αδιάφορα:

«Εντάξει…»

Καθώς ντυνόμασταν στο χωλ, εκείνος συνέχιζε να σκέφτεται τα δικά του, και με ένα ειρωνικό, μα αξιαγάπητο χαμόγελο θυμήθηκε τους στίχους ενός ποιήματος του Φέτ:

Τι κρύο φθινόπωρο!

Φόρα το σάλι και τη ρόμπα σου…

«Ρόμπα δεν έχω» είπα εγώ. «Πώς πάει παρακάτω;»

«Δεν θυμάμαι» μου απαντά. «Νομίζω κάπως έτσι»:

Κοίτα ανάμεσα στα πεύκα που μαυρίζουν

σαν να υψώνεται φωτιά…

«Τι φωτιά;» -τον διακόπτω πάλι.

«Η ανατολή της Σελήνης, ασφαλώς. Υπάρχει μια χωριάτικη φθινοπωρινή μαγεία σ’ αυτούς τους στίχους. ”Φόρα το σάλι και τη ρόμπα σου…” Τα χρόνια των παππούδων και των γιαγιάδων μας…

Αχ, Θεέ μου, Θεέ μου!»

«Τι έπαθες;» τον ρωτάω.

«Τίποτα, καλή μου. Πάντως είναι λυπηρό. Νιώθω κάτι σαν μια γλυκιά θλίψη. Σ’ αγαπώ! Σ’αγαπώ πολύ, πάρα πολύ…»

Αφού βάλαμε τα πανωφόρια μας, περάσαμε μέσα απ’ την τραπεζαρία στη βεράντα και βγήκαμε στον κήπο. Στην αρχή ήταν τόσο σκοτεινά, που κρατιόμουνα απ’ το μανίκι του. Έπειτα άρχισαν να φαίνονται στον ουρανό που σιγά-σιγά φωτίζονταν, μαύρα κλαδιά πασπαλισμένα με αστραφτερά -σαν φτιαγμένα από μέταλλο- αστέρια. Εκείνος κοντοστάθηκε λίγο, κι έστριψε προς το σπίτι:

«Κοίτα πόσο ξεχωριστά, πόσο φθινοπωρινά φέγγουν τα παράθυρα του σπιτιού. Θα θυμάμαι για πάντα, όσο ζω, αυτό το βράδυ…»

Εγώ κοίταξα τον ουρανό, κι αυτός με αγκάλιασε πάνω απ’ την ελβετική μου μπέρτα. Κατέβασα απ’ το κεφάλι μου το χνουδωτό μαντήλι κι έγειρα το πρόσωπό μου για να με φιλήσει. Με φίλησε, κι έπειτα κοιτάζοντάς με κατάματα μου είπε:

«Πώς λάμπουνε τα μάτια σου! Μήπως κρυώνεις; Ο αέρας μοιάζει τελείως χειμωνιάτικος. Άν με σκοτώσουν, πάντως, εσύ  δεν θα με ξεχάσεις γρήγορα;»

Εγώ αμέσως σκέφτηκα: «Κι αν στ’ αλήθεια τον σκοτώσουν; Κι εγώ πράγματι τον ξεχάσω κάποια στιγμή, αφού όλα αργά ή γρήγορα ξεχνιούνται;» Και του απάντησα απότoμα,  θέλοντας να ξεφύγω απ’ τις τρομακτικές μου σκέψεις:

«Μη μιλάς έτσι! Αν πεθάνεις, δεν πρόκειται ποτέ να το αντέξω!»

Εκείνος σώπασε για λίγο, κι άρχισε να ψελλίζει:

«Μα, τι λες! Αν σκοτωθώ, τότε θα σε περιμένω εκεί ψηλά. Εσύ να ζήσεις, να χαρείς την ζωή σου, και μετά έλα σ’ εμένα».

Εγώ άρχισα να κλαίω μ’ αναφυλλητά…

Το πρωί εκείνος έφυγε. Η μαμά τού είχε φορέσει στον λαιμό εκείνο το μοιραίο μικρό πουγκί, που έραβε γι’ αυτόν το προηγούμενο βράδυ. Μέσα στο πουγκί είχε βάλει την χρυσή εικονίτσα, που είχανε κάποτε μαζί τους στον πόλεμο ο πατέρας κι ο παππούς της. Και μετά τον σταυρώσαμε όλοι μας, μέσα σε κλίμα ξαφνικής απόγνωσης. Στεκόμασταν στο ξώστεγο και τον κοιτάζαμε, καθώς αυτός απομακρυνόταν, βυθισμένοι σε μιαν αποχαύνωση, πώς νιώθεις όταν ξεπροβοδίζεις κάποιον που θα αποχωριστείς για πολύ καιρό… και την ίδια ώρα αισθανόμασταν σαν ειρωνεία της φύσης, εκείνη την αντίθεση μεταξύ της θλίψης μας και του ηλιόλουστου πρωινού, που το χορτάρι έλαμπε στην πρωινή δροσιά του. Αφού σταθήκαμε έτσι λίγη ώρα, μπήκαμε στο ερημωμένο σπίτι. Εγώ βάδιζα από δωμάτιο σε δωμάτιο με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη, μην ξέροντας πραγματικά τι θέλω να κάνω: να βάλω τα κλάματα ή ν’ αρχίσω -ουρλιάζοντας- να τραγουδάω…

Τον σκότωσαν -τι παράξενη λέξη!- ένα μήνα αργότερα στη Γαλικία. Και να που περάσανε από τότε τριάντα ολόκληρα χρόνια. Και μέσα σ’ αυτά, έζησα τόσα πολλά, πέρασα  τόσα πολλά, που βέβαια τώρα μοιάζουνε πολύ μακρινά κι όταν τα σκέφτομαι και τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου, άλλα πράγματα φαντάζουν μαγικά, άλλα ασύλληπτα που δεν μπορείς ούτε με το μυαλό, ούτε με την καρδιά να τα εξηγήσεις κι όλα τους αποτελούν το παρελθόν μου. Θυμάμαι την άνοιξη του ’18, που δεν ζούσανε πια ο πατέρας κι η μητέρα μου, εγώ κατοικούσα στη Μόσχα, στο υπόγειο μιας εμπόρισσας στην αγορά Σμολιένσκι, που όλο με πείραζε και μου ‘λεγε: «Λοιπόν, μεγαλειοτάτη, πώς πάνε οι δουλειές;» Ασχολιόμουνα λοιπόν κι εγώ με το μικροεμπόριο, όπως και πολλοί άλλοι τότε, πουλούσα πράγματα στους στρατιώτες με τους γούνινους σκούφους και τις ξεκούμπωτες χλαίνες, δηλαδή οτιδήποτε απ’ αυτά που μου είχαν απομείνει, πότε κανένα δαχτυλιδάκι ή σταυρουδάκι, πότε κανένα γούνινο κολάρο φαγωμένο απ’ τον σκώρο, και να, εκεί καθώς πουλούσα στην αγορά, στην γωνία της οδού Αρμπάτ, γνώρισα έναν άνθρωπο με μια ψυχή σπάνιας ομορφιάς: έναν ηλικιωμένο αξιωματικό εν αποστρατεία, με τον οποίο γρήγορα παντρευτήκαμε και φύγαμε μαζί για το Γιεκατερινοντάρ. Εκεί πήγαμε παίρνοντας και τον δεκαεπτάχρονο ανιψιό του, που είχε προσχωρήσει στον στρατό των εθελοντών για κανά δυό βδομάδες. Για να ταξιδέψουμε με ασφάλεια, μασκαρευτήκαμε: εγώ για να μοιάζω με χωριάτισσα είχα βάλει ψάθινα τσαρούχια, αυτός φόρεσε ένα τριμμένο κοζάκικο παλτό, είχε αφήσει και μια μακριά μαύρη γενειάδα κι έτσι πήγαμε στο Ντον και στο Κουμπάν, που ήταν κέντρο των Λευκοφρουρών. Εκεί μείναμε λίγο περισσότερο από δυο χρόνια. Το χειμώνα μες στη θύελλα ξεκινήσαμε -ανάμεσα σ’ ένα αμέτρητο πλήθος προσφύγων- απ’ το Νοβοροσίσκ για την Τουρκία, και στο ταξίδι καταμεσής της θάλασσας, ο άντρας μου πέθανε από τύφο. Κι έτσι απομείναμε στον κόσμο αυτό οι τρείς μας: ο ανιψιός του συζύγου, η νεαρή του γυναίκα και το επτά μηνών κοριτσάκι τους. Όμως ύστερα απο λίγο καιρό ο ανιψιός με την γυναίκα του αποφάσισαν να φύγουν και να πάνε στον βαρόνο Βράγκελ, στην Κριμαία -όπου είχε πλέον μεταφερθεί ο πόλεμος κι είχε συγκεντρωθεί μεγάλο μέρος του Λευκού Στρατού, αφήνοντας το παιδί σ’ εμένα. Εκεί ήταν που χάθηκαν οι δυό τους και παρέμειναν αγνοούμενοι. Τότε εγώ ζούσα στην Κωνσταντινούπολη κι έδινα έναν καθημερινό αγώνα για να βγάζω τα προς το ζην για μένα και για την μικρή. Αργότερα κι εγώ -όπως και τόσοι πολλοί άλλοι ρώσοι πρόσφυγες- και πού δεν περιπλανήθηκα μαζί της! Βουλγαρία, Σερβία, Τσεχία, Βέλγιο, Παρίσι, Νίκαια… Πέρασε καιρός, το κορίτσι μεγάλωσε, έμεινε στο Παρίσι κι είχε γίνει πια σωστή γαλλιδούλα, πολύ χαριτωμένη και ταυτόχρονα απολύτως αδιάφορη προς εμένα. Είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα μαγαζί με σοκολάτες κοντά στην εκκλησία Μαντλέν, όπου με τα περιποιημένα της χεράκια -που είχαν κάτι όμορφα νυχάκια βαμμένα ασημί- τύλιγε τις σοκολάτες σε χαρτί σατέν και χρυσές κορδέλες.  Ενώ εγώ από κείνο τον καιρό ζούσα μόνη μου στην Νίκαια, όπου ζω μέχρι σήμερα, ένας θεός ξέρει πώς!.. Στη Νίκαια είχα έρθει πρώτη φορά το ’12, και πώς να περάσει τότε απ’ το μυαλό μου, τις ευτυχισμένες εκείνες μέρες, τι θα σήμαινε για μένα χρόνια αργότερα, τούτη η πόλη!

Κι έτσι ούτε λίγο, ούτε πολύ, ξεπέρασα τον θάνατο εκείνου, που κάποτε τόσο απερίσκεπτα είχα πει, πως δεν θα τον αντέξω. Όμως κάθε φορά που θυμάμαι όλα αυτά που πέρασα από εκείνο τον καιρό κι έπειτα, πάντα αναρωτιέμαι: ποιο ήταν άραγε το πιο σημαντικό πράγμα που έζησα στην ζωή μου; Κι απαντώ στον εαυτό μου: μονάχα εκείνο το κρύο φθινοπωρινό απόγευμα. Άραγε συνέβη κάποτε στ’ αλήθεια; Ναι, πράγματι συνέβη. Κι είναι το μοναδικό αληθινό πράγμα που συνέβη στην ζωή μου, όλα τ’ άλλα ήταν ένα άχρηστο όνειρο. Και πιστεύω, πραγματικά το πιστεύω: ότι εκείνος κάπου εκεί ψηλά, πάντα με περιμένει, το ίδιο νέος και με την ίδια αγάπη, όπως το βράδυ εκείνο που μου είπε εκείνα  τα λόγια που με σημάδεψαν βαθιά: «Εσύ να ζήσεις, να χαρείς τη ζωή σου, και μετά έλα σ’ εμένα…» Κι εγώ λοιπόν έζησα, χάρηκα… και τώρα πια σύντομα θα πάω σ’ αυτόν!

 

Σημείωμα του μεταφραστή

Το διήγημα ”Ένα κρύο φθινόπωρο” γράφτηκε το 1944 απ’ τον πρώτο ρώσο συγγραφέα που βραβεύτηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας, τον Ιβάν Μπούνιν, και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων ”Σκοτεινές αλέες” που πραγματεύεται το θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο συγγραφέας θεωρούσε αυτή τη συλλογή το σπουδαιότερό του έργο. Ο Μπούνιν ήταν κι αυτός μετανάστης, εγκατέλειψε τη Ρωσία το 1920,  όπως και η ηρωίδα του διηγήματος, και η νοσταλγία για την πατρίδα είχε διαποτίσει πολλά του έργα.

 Στο διήγημα αυτό που δανείστηκε τον τίτλο του από ένα ποίημα του Αφανάσι Φέτ, (οι πρώτοι στίχοι του οποίου παρατίθενται στο κείμενο) η ιστορία της ζωής τής βασικής ηρωίδας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τραγική ιστορία της πατρίδας της. Πρόκειται για μια ρωσίδα γόνο μεγαλοαστικής οικογένειας -της οποίας το όνομα ο συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά, όπως και των υπολοίπων ηρώων- που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Ρώσικο Εμφύλιο και την επικράτηση των Μπολσεβίκων είχε την ίδια μοίρα όπως και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής της τάξης που ηττήθηκε, και καθώς δεν αποδεχόταν την Σοβιετική εξουσία, αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της μετανάστευσης προς την Ευρώπη.

 

Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Ρήγας

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περί ου

Πίνακας:  Leonard Turzhansky

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.