῎Εστω πὼς ἡ πόλη αὐτὴ ἔχει δέκα ἑκατομμύρια ψυχές,
Κάποιοι ζοῦν σὲ μέγαρα, κάποιοι σὲ καταπακτές:
Μὰ δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ μᾶς, ἀγάπη, μὰ δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ μᾶς.
Κάποτε εἴχαμε πατρίδα καὶ τὴ νομίζαμε μοναδική,
Μὲς στὸ χάρτη ὅποιος κοιτάξει κάπου θὰ τὴ βρεῖ:
Δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε ἐκεῖ τώρα, ἀγάπη, δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε ἐκεῖ τώρα.
Στὸ κοιμητήρι τοῦ χωριοῦ ὁ γερο-ἴταμος φυτρώνει,
Κάθε ποὺ μπαίνει ἡ ἄνοιξη ἀνθεῖ καὶ ξανανιώνει:
Τὰ παλιὰ διαβατήρια ὅμως ὄχι, ἀγάπη, τὰ παλιὰ διαβατήρια ὅμως ὄχι.
Εἶπε ὁ πρόξενος χτυπώντας τὸ τραπέζι νευρικός:
«῍Αν δὲν ἔχεις διαβατήριο, εἶσαι τυπικὰ νεκρός»:
᾽Αλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοί, ἀγάπη, ἐμεῖς εἴμαστε ἀκόμα ζωντανοί.
Πῆγα σὲ μιὰ ἐπιτροπή, μοῦ προσφέραν νὰ καθίσω
Εὐγενικὰ μοῦ ζήτησαν τοῦ χρόνου νὰ ξαναγυρίσω:
Μὰ ποῦ νὰ πᾶμε σήμερα, ἀγάπη, μὰ ποῦ νὰ πᾶμε σήμερα;
Σὲ μιὰ δημόσια συγκέντρωση πρόσεξα τὸν ὁμιλητή:
«῍Αν τοὺς ἀφήσουμε νὰ μποῦν, θὰ μᾶς κλέψουν τὸ ψωμί»
Γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα μιλοῦσε, ἀγάπη, γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα μιλοῦσε.
Λὲς κι ἄκουσα τὸ ἀστροπελέκι στὰ ὕψη νὰ βρυχιέται
Πάνω ἀπʼ τὴν Εὐρώπη ὁ Χίτλερ, «Νὰ πεθάνουν», καταριέται
᾽Εμᾶς εἶχε στὸ νοῦ, ἀγάπη, ἐμᾶς εἶχε στὸ νοῦ.
Εἶδα ἕνα κανίς, φόραε ζακέτα μὲ καρφίτσα κουμπωμένη,
Εἶδα τὴν πόρτα ἀνοιχτὴ καὶ μιὰ γάτα νὰ μπαίνει:
Μὰ δὲν ἦσαν Γερμανοεβραῖοι, ἀγάπη, δὲν ἦσαν Γερμανοεβραῖοι.
Τράβηξα γιὰ τὸ λιμάνι, στάθηκα στὴν προκυμαία,
Εἶδα τὰ ψάρια νὰ κολυμποῦν, ἦσαν σὰν πάντα ἐλεύθερα:
Μόνο τρία μέτρα μακριά μου, ἀγάπη, μόνο τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα στὸ δάσος, εἶδα στὰ δέντρα τὰ πουλιά
Πολιτικοὺς δὲν εἶχαν καὶ κελαηδούσανε γλυκά:
Δὲν ἦταν ἡ ἀνθρώπινη φυλή, ἀγάπη, δὲν ἦταν ἡ ἀνθρώπινη φυλή.
Στʼ ὄνειρό μου εἶδα ἕνα κτίριο μὲ χίλιους ὀρόφους,
Μὲ πόρτες καὶ παράθυρα γιὰ χιλιάδες ἀνθρώπους
Τίποτα ἀπʼ ὅλα αὐτὰ δικό μας, ἀγάπη, τίποτα ἀπʼ ὅλα αὐτὰ δικό μας.
Στάθηκα σὲ μιὰ πεδιάδα καὶ γύρω ἔπεφτε χιόνι
῞Εναν ὁλόκληρο στρατὸ ἔβλεπα νὰ ζυγώνει:
᾽Εμᾶς τοὺς δυὸ ψάχναν, ἀγάπη, ψάχναν ἐμᾶς τοὺς δυό.
Μάρτιος 1939
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Πίνακας: Sam Walsh