Έχω μια λέξη στο λαιμό που με φλογίζει
και δεν τη λέω, δεν απελευθερώνομαι από εκείνη
παρ’ όλο που με σπρώχνει το αιμάτινό της σπρώξιμο.
Αν την απελευθέρωνα θα έκαιγε το λιβάδι,
θα ξεμάτωνε το αρνί, θα έκανε να πέσει το πουλί.
Πρέπει να την ελευθερώσω από τη γλώσσα μου,
να βρω μια τρύπα που κατοικούνε κάστορες
ή να την θάψω κάτω από ασβέστες και ασβέστες
για να μη διατηρήσει σαν την ψυχή το πέταγμα.
Δεν θέλω εγώ να δώσω σημεία ότι ζω
ενώ μέσα απ’ το αίμα μου όλο πηγαίνει κι έρχεται
ανεβαίνει και κατεβαίνει απ’ την τρελή μου ανάσα.
Παρ’ όλο που ο πατέρας μου ο Ιώβ την είπε, φλεγόμενη
δεν θέλω να της δώσω, όχι, το φτωχό στόμα μου
μη τυχόν και κυλήσει και την βρουν οι γυναίκες
που πάνε στο ποτάμι και μπλεχτεί στις πλεξίδες τους
και το φτωχό το λόγγο μαράνει και τον κάψει.
Θέλω να της πετάξω μια βίαιη βροχή σπόρων
που μέσα σε μια νύχτα να την σκεπάσουν όλη,
χωρίς να μείνει από αυτή ούτε ένα τρίμμα συλλαβής.
Ή να την κομματιάσω έτσι, όπως οχιά
που από τη μέση κόβεται στα δύο με τα δόντια.
Και να επιστρέψω σπίτι μου, να μπω, να κοιμηθώ,
κομμάτι από εκείνη, φέτα από εκείνη,
και να ξυπνήσω ύστερα από δυο χιλιάδες μέρες
γεννημένη ξανά από τη λησμονιά κι από τον ύπνο.
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Καλλιτέχνης: Javier Alberto Haeger Soto