Ο Οδυσσέας Ελύτης, που κατέκτησε το Βραβείο Νόμπελ γιά τή λογοτεχνία, το 1979, δεν είναι πολύγραφος ποιητής. Η συνολική παραγωγή του περιλαμβάνεται σε περιοδικό καί σε μιά δωδεκάδα λιγοσέλιδα βιβλία. Τά περισσότερα από τα τελευταία, ευτυχώς, έξοκολουθούν νά κυκλοφορούν, τώρα όμως υπάρχει μεγάλη ανάγκη για μιά συνολική έκδοση τών ποιημάτων πού ο Ελυτης δημοσίεψε όλα τά τελευταίο 45 χρόνια. Καθώς ό τίτλος του δηλώνει, αυτός ό καινούργιος τόμος, σε μιά σειρά «Συγχρόνων Ποιητών», δεν εκπληρώνει αυτή τήν ανάγκη, μολονότι υπάρχει τό ενδεχόμενο πλεονέκτημα ότι ή επιλογή έχει γίνει άπό τον ίδιο τόν ποιητή. Σέ κάθε περίπτωση τό βιβλίο είχε ήδη κάνει δυό ανατυπώσεις στό διάστημά τών έξι μηνών, κάτι πού είναι αρκετά σπάνιο φαινόμενό γιά τήν Ελλάδα. Η επιτυχία τουτη δέν άποδίνεται μόνο στό βραβείο Νόμπελ και στήν ακόλουθη δημοσιοποίηση, άφού ή δεύτερη άνατύπωση είχε ήδη έξαντληθεί τόν περασμένο Νοέμβριο, όταν αναγγέλθηκε το βραβείο. Αν και ό Ελυτης ποτέ δεν ερωτοτρόπησε μέ τή δημοσιότητα ή ποτέ δέν ταύτισε τόν έαυτο του μέ κάποια άπό τις πολιτικές φατρίες, κάτι πού λαμβάνεται ύπόψη οέ μιά δυσανάλογα μεγάλη μερίδα τής ελληνικής κοινής γνώμης, τελευταία άποκτησε ένα σημαντικό άριθμό άναγνωστών.
Γεννημένος στήν Κρήτη το 1911, ό Οδυσσεας Αλεπουδέλης άρχισε νά δημοσιεύει ποιήματα του μέ το όνομα Ελύτης τό 1935 καί άμέσως χαιρετίστηκε σάν ποιητής avant garde σέ μιά γενιά ταλαντούχων ποιητών καί μυθιστοριογραφων (τήν άποκαλούμενη γένια τού Τριάντα) πού σχεδόν όλοι τους ήταν με τόν έναν ή άλλο τροπο avant garde. Αναμεσά τους ήταν ό γηραιότερος σύγχρονος κάτοχος τού βραβείου Νόμπελ Γιώργος Σεφέρης, ό γόνιμος και κοινωνικά στρατευμένος Γιάννης Ρίτοος καί ό πρώτος Έλληνας σουρεαλιστής Ανδρέας Εμπειρικός. Αρκετά άπό τά πρώιμα ποιήματα τού ‘Ελυτη οφείλουν πολλά στόν σουρεαλισμό, καί ήταν απ’ αυτούς πού υπεραμύνθηκαν τήν υπόθεση τού κινήματος κατά τις συζητήσεις πού διάρκεσαν επί δέκα χρόνια, μετά τήν πρώτη εμφάνισή του στήν Ελλάδα, ό ίδιος όμως ό Ελύτης ποτέ δέν υπήρξε σουρεαλιστής. Αύτα τά πρώτα ποιήματα, που εκπροσωπούνται στην Εκλογή Έργων ένμέρει άπό τούς Προσανατολισμούς καί ένμέρει άπό τόν ‘Ηλιο τον πρώτο, δημιουργούν τό τοπίο και τή λυρική έκφραση τού ελεύθερου καί συχνά τολμηρού συνδυασμού πού χαρακτηρίζει τόν Ελύτη ώς ποιητή – τό τοπίο, ειδικότερα, τού Αιγαίου πελάγους καί τών νησιών του τού ήλιου καί τού έρωτα.
Αυτή ή έκφραση καί αύτό τό τοπίο είναι σέ τέτοιο βαθμό κυρίαρχα στά πρώιμα ποιήματά του, καί συνεχίζουν νά είναι τόσο έντονα αναγνωρίσιμα σ όλο τό μεταπολεμικό έργο του, ώστε δημιουργείται συχνά ή λαθεμένη έντύπωση ότι αύτή είναι ή ποίηση τού Ελύτη, ότι δέν ύπάρχει τίποτ’ άλλο να ειπωθεί. Ωστόσο, όταν τόν Οκτώβριο τού 1940 μπήκε ή Ελλάδα στό Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ό Ελύτης κλήθηκε στά όπλα και υπηρέτησε στό αλβανικό μέτωπο στή διάρκεια αύτού τού χειμώνα έμπειρία πού πρόσθεσε μια πικρή διάσταση στό λυρισμό του καί πού είναι τό θέμα τού Άσμα ήρωίκο καί Πένθιμο γιά το χαμένο άνθυπολοχογό τής Αλβανίας (κατά τρόπο παράδοξο δέν άντιπροσωπεύεται στήν Εκλογή Έργων του). Τό ποίημα αύτό δημοσιεύτηκε το 1945 μετά τήν ακόλουθη μα όχι και λιγότερο τρομαχτική έμπειρία τής γερμανικής κατοχής στήν Αθήνα, κατοχής πού κράτησέ δυόμισι χρόνια.
0 Ελύτης τότε άρχισε νά εργάζεται πάνω σ ένα μακροσκελές ποίημα, πού δέ θα βλεπε τό φώς τής δημοσιότητας παρά μετά άπό δεκατέοοερα χρόνια, τό 1959. Τού έδωσε τόν λειτουργικό τίτλο ‘Αξιόν Εστί. Θά ήταν ένα ποίημα που τό κεντρικό θεμα του δεν έπρόκειτο νά ναι μοναχα λυρικό, άλλά πού θά άναλογούσε με τρόπο εντελώς προσωπικό στό θέμα που είχε επεξεργαστεί ό Σεφερης μερικά χρόνια πριν στό Μυθιστόρημα καί μέ τό όποιο θέμα είχε άσχοληθεί ένμέρει τόν ίδιο καιρό ό Ρίτσος στη Ρωμιοσύνη του. Τό θέμο αύτό είχε σάν στόχο του νά εντοπίσει τά ζωτικά στοιχεία στήν τρισχιλιετή ιστορική καί μυθολογική παράδοση τής Ελλάδας, ώστε νά τά έπιβεβαιώσει στό παρόν και νά άποκαταστήσει μια αίσθηση ταυτότητας καί προορισμού στούς ‘Ελληνες τήν επομένη τής στρατιωτικής ήττας καί μπροστά σ’ έναν άλλογενή κοσμο πού ήταν ξένος και κυρίαρχος.
Γιά τόν Σεφέρη πού έγραφε τήν έπομενη τής ήττας τού 1922 στή Μικρά Ασία τό Μυθιστόρημα προφυλάσσει άπό τήν καταστροφή ορισμένα αποσυνδεμένα θραύσματα τής παράδοσης τού Ελληνισμού που μπορεί μ έναν ευρύ τρόπο νά οριστεί σάν υψηλή έλληνική κουλτούρα – το καλλιτεχνικά έργο και λογοτεχνικά μνημεία τού κλασικού παρελθόντος, ειδικότερα, άλλά άκομα μιά πλατύτερη «ύψηλη» παράδοση πού συνεχίζεται ώς σήμερα ο Ριτσος γράφονταν άπό τήν πλευρά τών κομμουνιστών κατά τόν έλληνικο έμφυλιο πολεμο, καί όπως ή νίκη τής Ελληνικής δεξιάς (μέ μαζική αμερικανική υποστήριξη) γινόταν όλοενα και πιό αναπόφευκτη, διαλέγει νά φωτίσει τήν άλλη πλευρά τού ίδιου νομίσματος, τή Ρωμιοσύνη, ή τήν «ταπεινή κουλτουρα τής παράδοσης Ρωμιούς αποκαλούσαν τούς Έλληνες, κάτω άπο τήν κυριαρχία τής Βυζαντινής καί τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προτού ή άνεξαρτησία και ό έθνικισμός, στις άρχές τού δέκατου ένατου αιώνα, προκαλέσουν τήν άναβίωση τών άχρηστευμένων κλασικών όρων Έλλας και Ελληνισμός. Η Ρωμιοσύνη πού πιστοποιεί καί έξακριβώνει ό Ριτσος είναι ή Ελληνικότητα· περισσότερο κοντά στήν παραδοσιακή έννοια παρά ό · Ελληνισμός τό μαχητικό πνεύμα και ή πεισματική καρτερία τού μέσου Έλληνα, αγρότη ή έργατη. παλαιού ή σύγχρονου, απέναντι σέ μια ατέλειωτη σειρά ξένων επεμβάσεων και οι τροχιές συνθήκες που έπικρατούν στήν ίδια τή χώρα.
Η σπουδαιότητα τού ‘Αξιόν Έστί τού Ελύτη είναι μάλλον εύκολο νά δει κάνεις ότι βρίσκεται πλαι σ’ αύτα τά έργα τών συγχρόνων του. Δέν κάνει μνεία έδώ τού Ελληνισμού ή τής Ρωμιοσύνης, άλλα, άντίθετα, καταθέτει τή δική του πολύ έκλεκτική και ιδιοσυγκρασιακή έκδοχη γιά την έλληνικη παράδοση. Η έκδοχή αύτή περικλείνει τό ορθόδοξο λειτουργικό (όχι ομως και τά πιστεύω του) και τή γλωσσά τής Καινής Διαθήκης, όπως καί τίς οικείες εικόνες τού ήλιου, τής θάλασσας. τών δέντρων και τών πουλιών. Τό ποίημα μέ τρόπο τολμηρό διεκδικεί το αδιαίρετο τής έλληνικής γλώσσας, άνταγωνιστικές μορφές τής οποίας ήταν τό αντικείμενο μιάς άγονης καί πικρής διαμάχης έπί 2.000 σχεδόν χρόνια, καί μιά κάπως κρυπτογραφική ύπαινικτικη τεχνική, κάνει ίκανο τόν ποιητη νά δώσει ζωή σέ ένο πλήθος λογοτεχνικών προδρόμων (σχεδόν κανένα απ’ αύτά κλασικό) όπως και σέ δημοτικά τραγούδια, σέ μύθους και στην έλληνικη ιστορία.
Τό Άξιον Έστί είναι τό πιo εξελιγμένο ποίημα τού Ελύτη. όταν στοιχεία τού σουρεαλισμού (ή ατομική συνείδηση ώς πρωταγωνιστής ελεύθερη διαπλοκή καί αυθορμητισμός) συνδυάζονται με τή θαυμαστή τεχνική του επιδεξιότητα ώστε νά επινοηθεί μια δομή ταυτόχρονα πολύπλοκη, μαθηματική και άντικειμενική. Το άποτέλεσμα είναι ένα ποίημα πού κατορθώνει νά χαρτογραφήσει τήν ελληνική έμπειρία τής ήττας καί τής ταπείνωσής και πέρα άπ αύτό νά διαπιστώσει, όχι τήν μέσω τής νόησης συνείδηση τού παρελθοντος τού Σεφέρη, ούτε τήν πολίτικη στράτευση τού Ρίτσου για τό μέλλον, μά τήν αναγεννημένη δύναμη τής ζωής καί τήν πλήρη αίσθηση τού παρόντος.
Η αναγέννηση καί η επανόρθωση γιά τόν Ελύτη πρέπει να γίνει με τή δύναμη τής φαντασίας τού άνθρώπου πού έχει υποφέρει άλλα πού δέν έχει χάσει τή συνείδηση ότι είναι ένας μέ τόν κόσμο γύρω του. Φαντάζεται ένα μέλλον που δε θά κυριαρχείται από τό σύμβολο τού σταυρού και τά έπακόλουθα τής σκληρότητας του αλλά άπό τό σύμβολο τής τρίαινας (σύμβολο τής θαλαοσας) που γύρω της είναι τυλιγμένο ένα δελφίνι (κάτι πού υπαινίσσεται αυθορμητισμό, ελευθερία και ακόμα, στους αρχαίους μύθους, σωτηρία). Στο φανταστικό κόσμο πού ο ποιητής αρχίζει νά δημιουργεί πρός τό τέλος τού Άξιον Έστί αναμιγνύονται παραστάσεις από μια ζωοποιό φύση και από στυλιζαρισμένες χρυσοποίκιλτες εικόνες των βυζαντινών εκκλησιών.
Σέ χώρα μακρινή κι άναμαρτητη
τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ ‘ άκολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
Μέ τούς ιριδισμούς τού πόλου στά μαλλια
Καί τό πράο στο δέρμα χρυσάφισμα
Τό Άξιον Εστί αντιπροσωπεύεται στην Εκλογή Έργων μέ μερικά άπό τά καλύτερα σύντομα αποσπάσματα, πού είναι μιά εύγλωττη μαρτυρία γιά την ποιότητα τού έργου, μολονότι δέν υπαινίσσονται διόλου τή θαυμαστή δομή του. Οί μεταγενέστερες συλλογές ποιημάτων τού Ελυτη άντιπροοωπεύονται εξίσου έπαρκώς, άν καί μονάχα τό Μονόγραμμα παρουσιάζεται ολόκληρο (οπως καί τού αξίζει) ένώ τά άσματα τού Τα Ρώ τού έρωτα και τό θαυμάσιο Ο ήλιος ό ήλιάτορας μεταφρασμένο από τόν Κίμωνα Φράιερ σάν Ο κυρίαρχος ήλιος (Temple University Press. 1974) παραλείπονται εντελώς.
0 τόμος κλείνει μέ σύντομα άποσπάσματα άπό τά δοκίμιο τού Ελυτη. Ανοιχτά χαρτιά, και άπό εναν αριθμό έλληνικών καί ξένων κριτικών εκτιμήσεων γιά το έργο τού ποιητή.
Τέλος πρέπει νά θυμηθούμε ότι ό Οδυσσέας Ελύτης δέν είναι μόνο ποιητής άλλα καί καλλιτέχνης (έχει γράψει μια άξιόλογη μελέτη γιά τόν Ελληνα πριμιτίφ ζωγράφο Θεόφιλο), καί το βιβλίο περιέχει οχτώ φωτοκολάζ, τα όποια, μέ τήν άντιπαράθεσή τους τής θάλασσας, τού ήλιου και τών νησιών με τα κορίτσια, τά λουλούδια καί τή βυζαντινή εικονογραφία, καί σ ένα από τα φωτοκολάζ ένός αρχαίου Κουρού πού μοιάζει νά ετοιμάζεται γιά μιά βουτιά στή θαλασσα. αποτελούν μιά φωτεινή συνοδεία στο κείμενο.
Κείμενο του Roderick Beaton, με τίτλο Τό σημάδι τού δελφινιού, στο περιοδικό TLS – Μάιος 1980
Παρουσιάστηκε στα ελληνικά στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες σε μετάφραση του Αλέξη Ζήρα – Ιανουάριος 1982
Πίνακας: Γιάννης Μόραλης