Τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος, ἀκούοντας τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, βλέπομε νά προβάλλη ἐμπρός μας μιὰ τοιχογραφία: τὸ ἐξαιρετικὸ ἀριστούργημα ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ καλλιτέχνη, τοῦ Ντὰ Βίντσι, ποὺ καμωμένο γιὰ τοὺς καλόγερους ἐνὸς Μοναστηριοῦ Δομινικάνων, ἀψηφώντας δόγματα κι ἐθνικότητες, ἔγινε ἡ παγκόσμια ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ προλόγου τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, αἰώνιο ὅσο καὶ τοῦτο:
῾Ο Λεονάρδος Ντὰ Βίντσι!
Ἡ ἀπίστευτη αὐτὴ μεγαλοφυΐα, ποὺ τὸ ἤξερε ὅλα, τὰ μάντευε ὅλα, ποὺ προεῖδε τὴν ἀεροπορία – ἀπὸ τὸ 1439 – ποὺ ἐφαντάσθη τὰ σημερινὰ τὰνκς (τὸ ὑπόμνημά του τὰ χαρακτηρίζει: ἅρματα τόσο θωρακισμένα μὲ κανόνια, ποὺ συντρίβουν τὸν ἐχθρὸ καὶ πίσω τους προχωρεῖ ἀκίνδυνα τὸ πεζικό), ποὺ ἄνοιγε διώρυγες καὶ πρότεινε νὰ ξεθεμελιώση καὶ νὰ μεταφέρη μιὰ ὁλόκληρη ἐκκλησία τῆς Φλωρεντίας, χωρὶς νὰ τὴ χαλάση, ποὺ συγκράτησε καὶ διαφύλαξε γιὰ τὴν αἰωνιότητα τὸ αἰνιγματικὸ χαμόγελο τῆς Τζοκόντας, μόνο αὐτὴ ἡ μεγαλοφυΐα ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐμπνευσθῆ κι ἐδῶ κάτι ξεχωριστὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ ζωγράφισε τὸ Cenacelo degli Apostoli.
Γιὰ νὰ μποῦμε μέσα στὸ νόημα τοῦ ἔργου καὶ ἀπὸ τεχνικὴ καὶ ἀπὸ ἐκφραστικὴ ἄποψη, πρέπει νὰ ξέρωμε τὸ μέρος, ὅπου τὸ ζωγράφισε. Μέσα σὲ μιὰ τραπεζαρία μοναστηριοῦ (τῆς Santa Maria delle Grazie), τί πιὸ ταιριαχτὸ μποροῦσε νὰ ζωγραφιστῆ ἀπὸ τὸ κρυφὸ ἀποχαιρετιστήριο δεῖπνο τοῦ Θεανθρώπου, μὲ τὴ μυστικὴ ἱερότητά του; ῾Ο Γκαῖτε πρόφτασε νὰ τὸ ἰδῆ σχεδὸν ἀπείραχτο στὸ κοινοβιακὸ αὐτὸ ἐστιατόριο.
Ἀντίκρυ στὴν εἴσοδο, στὴ στενὴ πλευρά, στὸ βάθος τῆς στενόμακρης σάλας, ἦταν τὸ τραπέζι τοῦ ἡγούμενου, στὶς δυὸ μεγάλες πλευρὲς τὰ τραπέζια τῶν μοναχῶν, ὅλα ἕνα σκαλὶ ψηλότερα ἀπὸ τὸ πάτωμα· κι ὅποιος ἔμπαινε, στρέφοντας πίσω τὸ κεφάλι, ἔβλεπε στὸν ἄλλο στενὸ τοῖχο, ἕνα τέταρτο τραπέζι, ὅπου δειπνοῦσε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς Ἀποστόλους, σὰ νὰ ἦταν κι αὐτοὶ τῆς συντροφιᾶς τοῦ μοναστηριοῦ. ῾Ωραῖο κι ἐπιβλητικὸ θάταν τὸ θέαμα, ὅταν τὴν ὥρα τοῦ δείπνου, ὁ Χριστὸς καὶ ὁ ἡγούμενος ἀντίκριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι οἱ καλόγεροι ἔνιωθαν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα στὴ θεία καὶ στὴ καλογερικὴ ἱεραρχία. Γι’ αὐτὸ ὁ μεγάλος τεχνίτης γιὰ πρότυπο πῆρε τά καλογερικὰ τραπέζια. Εἶναι βέβαιο, πὼς τὸ τραπεζομάντηλο μὲ τὶς δίπλες του, τὶς κεντημένες λωρίδες καὶ τοῦς κρεμασμένους κόμπους βγῆκε ἀπὸ τὴν ἀποθήκη τοῦ μοναστηριοῦ· πιατέλες, πιάτα, ποτήρια, ἁλατιέρες, ἦταν τὰ ἴδια τῶν καλογέρων.
Σὲ τέτοιο περιβάλλον ὁ καλλιτέχνης, ποὺ ζητοῦσε τὴν ὀμορφιὰ στὴν ἀλήθεια, δὲν μποροῦσε νὰ ντύση τὰ πρόσωπά του μὲ ξενικὰ καὶ παλαιϊκὰ ροῦχα. ῎Επρεπε ὅλα νὰ πλησιάσουν στὸ κοντινό, στὸ πραγματικό. Οἱ Ἀπόστολοι ἔπρεπε νὰ γίνουν σύγχρονοι μὲ τοὺς μοναχούς. Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ καθίση στὸ δεῖπνο, σὰ νάταν καλεσμένος ἀπὸ τοὺς Δομινικανούς. Αὐτὸ ἀπαιτοῦσε ὁ συντονισμός· κάθε ἄλλο θὰ ξέσχιζε σὰν παραφωνία τὴν αἰσθητικὴ ἐντύπωση.
Ὁ ζωγράφος εἶχε κι ἄλλη δυσκολία νά νικήση. Ἔμοιαζε μὲ τὸν ποιητή, ποὺ πρέπει νὰ σφίξη τὴν ἔμπνευσή του στὴ στενὴ φόρμα ἑνὸς σονέτου ἢ νὰ δημιουργήση ἐπάνω σὲ παραγγελμένες ρίμες. ῾Ο στενὸς τοῖχος τῆς τραπεζαρίας εἶχε ὕψος δέκα ποδιῶν καὶ μάκρος εἰκοσιοκτὼ ποδιῶν. Σ’ αὐτὸ τὸ στενόμακρο τοίχωμα ἔπρεπε νὰ τοποθετήση τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο ὁ Ντὰ Βίντσι τὸ ἔκαμε θρίαμβο, τὴν ἀνάγκη ἀριστοτεχνία πρωτοτυπίας. ῞Ολοι ξέρομε, πὼς ἡ ψυχικὴ ἔκφραση ἀνήκει στὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κορμιοῦ· τὰ πόδια εἶναι περιττά. Ἔπλασε λοιπὸν ἕντεκα μισὰ κορμιά, ποὺ τὶς κνῆμες τους τὶς σκεπάζει τὸ τραπέζι καὶ τὸ τραπεζομάντηλο.
Ἀλλὰ ἡ ἔκφραση τῶν δεκατριῶν αὐτῶν προσώπων δὲν εἶναι οὔτε στὰ μάτια, οὔτε στὸ στόμα, οὔτε στὶς πτυχὲς τοῦ μετώπου, οὔτε καὶ στὶς ρινοχειλικὲς μεταβολές, ὅπως στὰ ἄλλα ἔργα· εἶναι στὰ χέρια. Τὰ χέρια μιλοῦν. Τὸ τόλμημα αὐτὸ μόνο ἕνας μεσημβρινὸς μποροῦσε νὰ τολμήση. Στοὺς μεσημβρινοὺς λαοὺς ὅλο τὸ κορμὶ παίρνει μέρος στὴν ἔκφραση. Τὸ καταλαβαίνει ἀμέσως ὅποιος ἀπὸ βορεινὲς χῶρες ἐπέρασε στὴν Ἰταλία. Αὐτὸ ἦταν ἀνέκαθεν. ῾Ο Λέσιγγ ἀπορεῖ μὲ τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλία τῶν χειρονομιῶν τῶν παλαιῶν ῾Ελλήνων ρητόρων. Ἕνας ἄλλος μεσημβρινός, ὁ Montaigne, ὀγδόντα χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ Ντὰ Βίντσι, ἀπαριθμοῦσε πόσο πλῆθος πράγματα μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ τὸ χέρι. « Μὲ τὸ χέρι », ἔγραφε, « ζητοῦμε, προσκαλοῦμε, διώχνομε, φοβερίζομε, ρωτοῦμε, θαυμάζομε, ἐνθαρρύνομε, ἀποτρέπομε, ἀποδοκιμάζομε, ἐμποδίζομε, παραδεχόμαστε, ἀρνιὸμαστε, προκαλοῦμε, βρίζομε, βεβαιώνομε, ἀμφιβάλλομε, ἀποροῦμε, διστάζομε, δυσπιστοῦμε, φοβόμαστε, τρομάζομε, πληρώνομε, καὶ τί ὄχι ἀκόμη; » « Et quod non? » προσθέτει ὁ ἔξυπνος δοκιμιογράφος. ῾Ο Taine, στὴ « Φιλοσοφία τῆς τέχνης στὶς Κάτω Χῶρες », διηγειται γιὰ ἕνα συμπατριώτη του, ἔμπορο ὀμβρελλῶν στὸ Ἄμστερνταμ: « Ἅμα μὲ ἄκουσε νὰ μιλῶ γαλλικά, ἕπεσε στὴν ἀγκαλιά μου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρη τοὺς ντόπιους γιὰ τὴν ψυχρότητά τους καὶ τὴ δυσκινησία τους: « Δὲν ἔχουν αἴσθημα, ζωή· σωστὰ γογγύλια, κύριε, σωστὰ γογγύλια! »
Τὴν ἐκφραστικὴ αὐτὴν ἰδιότητα τῶν Ἰταλῶν τὴν εἶχε παρατηρήσει καὶ ὁ Γκαῖτε: « Ὅλο τὸ σῶμα τους ἔχει πνεῦμα, ὅλα τὰ μέλη λαβαίνουν μέρος σὲ κάθε ἔκφραση τοῦ συναισθήματος, τοῦ πάθους, ὡς καὶ τῆς σκέψης ἀκόμη. Μὲ διάφορο σχηματισμὸ καὶ κίνηση τοῦ χεριοῦ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ λέγει: « Δὲ μὲ νοιάζει! » « Αὐτὸς εἶναι τσαρλατάνος, ἔχε τὸ νοῦ σου! » « Λίγο εἶναι τὸ ψωμί του, τοῦ κακόμοιρου! »
Ἡ πολύμορφη, εὔγλωττη, ἐκφραστικώτατη αὐτὴ μιμικὴ δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγη τὸ βαθύ, παρατηρητικό, βυθοσκοπικὸ μάτι τοῦ Ντὰ Βίντσι. Τὴν πῆρε ἀπὸ τὸν δρόμο καὶ τὴν ἀνέβασε στὴν τέχνη· τὸ πετράδι τὸ θαμπὸ τὸ σήκωσε ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τούδωσε τὴ λάμψη τῆς μεγαλοφυΐας. Καὶ ζωγράφισε τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο.
Στὴ μέση τοῦ τραπεζιοῦ κάθεται ὁ Χριστός· δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κάθονται ἀπὸ ἕξι Ἀπόστολοι, κι αὐτοὶ πάλι σχηματίζουν τέσσερα συμπλέγματα τρεῖς τρεῖς. Ἀλλὰ ὅλα τὰ πρόσωπα, νεανικὰ ἢ γεροντικά, ὅλες οἱ κινήσεις, εἶναι συγκεντρωμένα σὲ μιὰ ἑνότητα, σὰν ὄργανα ὀρχήστρας, ποὺ ἑνώνονται σὲ μιὰ ἁρμονικὴ συγχορδία.
Τὸ μυστικὸ αὐτὸ τραπέζι εἶναι δεῖπνος ἀποχαιρετισμοῦ. Θλιβερὰ προαισθήματα πλημμυροῦν τὴν ψυχὴ ὅλων. Τα στόματα εἶναι κλειστά. Ἔξαφνα ὁ Διδάσκαλος, μέσα στὴν ἐπίσημη σιωπή, λέγει:
« Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με ».
Η φράση αὐτή, σὰν ξαφνικὸ φύσημα καταιγίδος, ἀναταράζει τὶς ψυχὲς τῶν Ἀποστόλων.
᾽Εκεῖνος ὅμως γέρνει ἀριστερὰ τὸ κεφάλι ἁπαλὰ καὶ κοιτάζει ἐμπρός του μὲ κατεβασμένα μάτια. ῞Ολη ἡ κορμοστασιά του, ἡ κίνηση τῶν χεριῶν ἀπὸ πάνω ὡς κὰτω στα δάχτυλα, ξαναλέγει μὲ θεία ἐγκαρτέρηση τὰ πικρὰ λόγια· καὶ ἡ σιωπή του τὰ δυναμώνει περισσότερο; « Ναί, ἔτσι εἶναι. Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώση! »
Κοντὰ στὸ Χριστό, δεξιά, κάθεται ὁ ῾Ιωάννης, « ὁ μαθητής, ὅν ὁ Κύριος ἠγάπα ». Μὲ τὰ ὄμορφα νεανικὰ χαρακτηριστικά του καὶ τὰ ὡραῖα μακριὰ ξανθὰ μαλλιά, ποὺ πέφτουν στοὺς ὤμους, μοιάζει μὲ κορίτσι. Βαθιὰ ταράχτηκε ἀπὸ τὸν ξαφνικὸ λόγο τοῦ Κυρίου· γέρνει δεξιὰ τὸ κεφάλι· ἑνώνει, κλειδώνει τὰ χέρια· σὰ σὲ προσευχή. Ὁ πόνος του φανερώνεται σὲ μιὰ ἀνάταση τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸν οὐρανό. Αὐτὴ ἡ κίνηση μᾶς ἀνοίγει τὴν ψυχή του νὰ ἰδοῦμε μέσα. Δὲν εἶναι ὁ .ἄνθρωπος τῆς ἀποφασιστικῆς ἐνεργείας· εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὑποκύπτουν σιωπηλὰ στὸ ἀνώτερο θέλημα· τὸ πολὺ πολὺ παρακαλοῦν ἂν μπορῆ νὰ ἐμποδισθῆ τὸ κακό.
Στὸ πλάι του κάθεται ὁ Ἰούδας· μαῦρα σγουρὰ τὰ μαλλιά του, μαῦρα σὰν τοὺς σκοπούς του· αὐτὸς κρατεῖ τὸ ταμεῖον, « τὸ γλωσσόκομον εἶχε », καὶ τώρα σ’ αὐτὸ εἶναι ὁ νοῦς του. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ φτάνει ὡς μέσα στὴ συνείδησή του· τρομαγμένος, ἁρπάζει μὲ τὸ δεξί του χέρι ὁρμητικὰ τὸ πουγγὶ καὶ ἀναποδογυρίζει τὴν ἁλατιέρα· τὸ σφίγγει δυνατά· ἐνῶ, ἄθελα, τὸ δεξὶ κάνει μιὰ σπασμωδικὴ κίνηση, σὰ νὰ λέγη: « Τί λόγια εἶναι αὐτά; πῶς θα γίνη αὐτό; »
Ὁ Πέτρος, στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, τινάχτηκε ἐπάνω, ἁρπάζει μὲ τὸ δεξὶ τὸ μαχαίρι ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ στηρίζεται στὸν ὦμο τοῦ Ἰωάννη, δείχνοντας τὸ Χριστὸ μὲ ἔκφραση παρακινητική: « Ρώτησε, ἀδελφέ, τὸ Διδάσκαλο, ποιός εἶναι ὁ κακοῦργος, ποὺ θὰ βάλη τὸ χέρι ἀπάνω του; Καὶ θὰ τοῦ δείξω ἐγώ! » Ἐδῶ ἔχομε τὸ ἁψὺ αἶμα· τὸν ἄνθρωπο τῆς πρώτης ὁρμῆς· τὸ μαχαίρι, ἂς εἶναι κι ἀνάποδα, μ’ ἕνα ἀόριστο προαίσθημα, ἀκουμπᾶ κι ὅλα στὰ πλευρὰ τοῦ Ἰούδα. Εἶναι ὁ μαθητὴς ποὺ στὶς στιγμὲς τοῦ κινδύνου ἁρπάζει τὸ ὅπλο.
Τοῦτο τό σύμπλεγμα, τὸ πιὸ σημαντικό, εἶναι τὸ πιὸ τέλειο.
Τὸ δεύτερο σύμπλεγμα ἀρχίζει μὲ τὸν Ἀνδρέα. ῾Υψώνει ἀνοιγμένες τὶς παλάμες, σὰ νὰ θέλη νὰ διώξη μακριὰ κάτι τρομερό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ὑποφέρη. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς φρίκης.
Κοντά του, ὁ Ἰάκωβος ὁ νεώτερος ἁπλώνει πίσω ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ Ἀνδρέα τὸ ἀριστερό του χέρι στὸν ὦμο τοῦ Πέτρου σὲ μιὰ παράλληλη κίνηση. ῾Η παλάμη καὶ ὁ δείκτης εἶναι ἀνοικτά· θέλει νὰ εἰπῆ: « Πέτρε, ρώτησε περισσότερα· πές μας, ποιός εἶναι ὁ κακοῦργος ». ῾Η κορμοστασιά του εἶναι ἥμερη· δὲν εἶναι σὰν τοῦ Πέτρου· αὐτὸς ζητεῖ πληροφορίες, ὄχι ἐκδίκηση· ζητεῖ νὰ μάθη, ὄχι νὰ τιμωρήση.
Τὸ σύμπλεγμα αὐτὸ συμπληρώνει ὁ Βαρθολομαῖος, στὴν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ. Εἶναι ὁ μόνος ῾Απόστολος, ποὺ τὸν βλέπομε ὁλόκληρο. Σηκώθηκε, ἀκούμπησε τὰ δυό του χέρια στὸ τραπέζι καὶ προσήλωσε τὸ βλέμμα στὸν Ἰωάννη, προσέχοντας, τί θὰ τοῦ πῆ ὁ Διδάσκαλος. ῾Η στάση του εἶναι ἐρωτηματική, στάση ἀνθρώπου, ποὺ ἀνυπομονεῖ νὰ μάθη κάτι σοβαρό, ἴσως πολὺ δυσάρεστο.
Ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου ἡ ταραχὴ γιὰ τὴν προδοσία εἶναι μεγαλύτερη. Ἰάκωβος ὁ πρεσβύτερος ρίχνει πίσω τὸ κορμί του ἀπὸ φρίκη, ἀνοίγει τοὺς βραχίονές του καὶ ἔχει τὸ βλέμμα ἀπλανές, σὰν ἕναν ποὺ θαρρεῖ, πὼς βλέπει μὲ τὰ μάτια του ὅ,τι φρικτὸ ἄκουσαν τ’ αὐτιά του. Γι’ αὐτὸν εἶναι ἀφάνταστα ἀποτρόπαιο, ὅτι ἕνας ἀπὸ τὴ συντροφιά τους πρόκειται νὰ προδώση τὸ Διδάσκαλο.
Πίσω ἀπὸ τοὺς ὤμους του σκύβει ὁ Θωμάς. Φαίνεται μόνο τὸ κεφάλι του καὶ τὸ δεξί του χέρι. Κοιτάζοντας τὸν Κύριο, μὲ τὸ δείκτη ὑψωμένο, ἔχει τὴν ἔκφραση ἀνθρώπου, ποὺ κάτι ξέρει καὶ ζητᾶ νὰ τὸ πῆ. Εἶναι σὰ νὰ λέγη: « Βλέπεις, Ραββί; ἐγὼ τόξερα· ἐγὼ πάντα ἔλεγα πὼς θάναι καὶ κάποιος παλιάνθρωπος ἀνάμεσά μας! »
Τρίτος στὸ σύμπλεγμα εἶναι ὁ Φίλιππος· μιὰ νεανική, καλοκάγαθη μορφή. Σηκώθηκε, σκύβει πρὸς τὸν Κύριο, ἀκουμπάει τὰ δυὸ του χέρια ἐπάνω στὸ στῆθος του, σὰ νὰ λέγη: « Νά, Διδάσκαλε, κοίτα μέσα στὴν καρδιά μου. Τὸ ξέρεις, πὼς εἶναι καθαρή. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ προδότης. Ὤ! δὲν εἶμαι ἐγώ! »
Στὸ τελευταῖο σύμπλεγμα, οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι μιλοῦν μὲ ταραχὴ γιὰ τὸ φοβερό, ποὺ ἄκουσαν. ῾Ο Ματθαῖος, συζητώντας ζωηρὰ μὲ τοὺς δυὸ συντρόφους του, δείχνει μὲ τὰ δυό του χέρια, μὲ ἔντονη κίνηση, τὸν Κύριο· αὐτὸ τὸ ἅπλωμα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ εἶναι ἀριστοτεχνικό, γιατὶ ἑνώνει τὸ σύμπλεγμα τοῦτο μὲ τὸ ἄλλο καὶ τὸ κάνει ὀργανικὸ μέλος τοῦ ὅλου. Στὸ πλάγι του, ὁ Θαδδαῖος ἐκφράζει κατάπληξη, ἀμφιβολία, ὑποψία· ἀκούμπησε ἀνοικτὸ τὸ ἀριστερὸ χέρι ἐπάνω στὸ τραπέζι καὶ ὕψωσε τὸ ἄλλο ἔτσι, σὰ νὰ ἤθελε μὲ τὸ ἔξω τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ νὰ κτυπήση τὴν ἀριστερὴ παλάμη. Αὐτῆ τὴν κίνηση τὴ βλέπομε στὸ λαό, ὅταν σὲ μιὰ συζήτηση, πάνω σ’ ἕνα ἀπροσδόκητο ἐπιχείρημα, ἕνας φανερώνει τὴ δυσπιστία του λέγοντας: « Αὐτὸ δὲ γίνεται, ἀδερφέ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνη. Τελείωσε! »
Ὁ Σίμων, ὁ πιὸ γέρος ἀπ’ ὅλους, κάθεται τελευταῖος στὴν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ καὶ τὸν βλέπομε ὁλόκληρο. Πρόσωπο καὶ κίνηση τῶν χεριῶν δείχνουν, πὼς εἶναι βαθιὰ λυπημένος· ἀλλὰ δὲν τὸν συγκλονίζει ἡ φρίκη· εἶν’ ἀπ’ ἐκείνους, ποὺ δέχονται παθητικὰ τὰ κτυπήματα, ποὺ ὑποτάσσονται στὸ μοιραῖο, ἀνίκανοι νὰ σφαιρώσουν σφικτὰ τὸ γρόθο γι’ ἀντίσταση.
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος εἶχε τὴν τραγικὴ τύχη τῶν ἐξαιρετικὰ ὡραίων πραγμάτων. Λὲς κάποια χαιρέκακη δύναμη τὸν παραμόνευε. Ἡ Φύση, ὁ Καιρός, ὁ « ἔργων ἐχθρός », τὸ χῶμα, τὸ νερό, στρατιωτικὰ περάσματα, ἐπιδιορθώματα, οἱ καλόγεροι, καὶ τὸ πιὸ ἀνέλπιστο ἀπ’ ὅλα, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ καλλιτέχνης συνόμοσαν νὰ τὸ καταστρέψουν. ῾Ο τοῖχος συνόρευε μὲ τὴν κουζίνα καὶ ἦταν ἄσχημα θεμελιωμένος, ἡ τραπεζαρία χαμηλή, γέμιζε σὲ κάθε πλημμύρα καὶ τὸ νερὸ πότιζε τοὺς τοίχους. Ἀργότερα κι ἡ κτηνωδία τῶν καλογέρων, ἄνοιξε καὶ μιὰ πόρτα κατάκαρδα στὴν τοιχογραφία κι ἡ βεβήλωση ἄγγιξε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό.
Ὁ Ντὰ Βίντσι ἐννιὰ χρόνια σωστὰ παιδεύτηκε γιὰ τὸ Μυστικό του Δεῖπνο. Δούλευε καὶ ξαναδούλευε τὸ ἔργο του, πάντα δυσαρεστημένος, συχνὰ πετώντας τὸ πινέλο καὶ πάλι ἀδράχτοντάς το σὰν ὅπλο, γιὰ νὰ πολεμήση μέ τὸν Καιρό, σάν τὸν Διγενὴ μὲ τὸ Χάρο, αὐτός καταδίκασε τὸ ἔργο του σὲ θάνατο. Τεχνικὲς ἔρευνες ἀπέδειξαν, πὼς τὸ χρωματικὸ ὑλικὸ τοῦ ζωγράφου ἦταν ἕνα μίγμα ἀπὸ μαστίχα, κερί, ἴσως καὶ πίσσα, ποὺ ὅμοια μὲ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας ζωγράφους τῆς ἐγκαυστικῆς, τὰ ἔλιωσε, τὰ ἅπλωσε, τὰ ἕνωσε, τὰ διαβάθμισε μὲ ἕνα ζεστὸ σίδερο, σὰν τὸ ἀρχαῖο καυτήριο, τὸ κέστρο.
῞Υστερα ἔσυρε ἐπάνω στὴν εἰκόνα, σὰ βερνίκι, ἕνα λεπτὸ στρῶμα λαδιοῦ. Τοῦτο ζωήρεψε τὰ χρώματα καὶ τὰ προφύλαξε κάμποσα χρόνια. ῞Αμα ὅμως μὲ τὸν καιρό ξεράθηκε τὸ λάδι, τότε ἄρχισαν τὰ χρώματα νὰ ραγίζουν καὶ μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τῆς ὑγρασίας, ποὺ ἔφερνε τὴν μούχλα, σιγὰ σιγὰ ἀδυνάτισαν καὶ σὲ πολλἀ μέρη ἐξαφανίστηκαν. Καὶ ὕστερα ἄλλες, πολλὲς ἀπίστευτες περιπέτειες κατάτρεξαν χρόνια καὶ χρόνια τὸ ἔξοχο ἀριστούργημα. Ἔγινε κι αὐτὸ συντρίμμι κι ἀπόχτησε τὴ θλιβερὴ ὀμορφιὰ τῶν ἐρειπίων. Ἀλλὰ τὰ ἐρείπια τῶν μεγάλων πραγμάτων ἀσκοῦν μιὰ μαγικὴ ὑποβολὴ στὴν ψυχή μας· στὰ μάτια μας δείχνουν τὰ τραύματά τους, ἀλλὰ προχωρώντας πέρα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ξυπνοῦν τὸν καλλιτέχνη, ποὺ ζῆ μέσα μας, μᾶς κάμνουν δημιουργοὺς καὶ συμπληρώνομε τὸ ἔργο στὴν πρώτη, στὴν ἀφάνταστη ὀμορφιά του.
῎Ετσι καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Ντὰ Βίντσι. Ἂς ξεθώριασαν τὰ χρώματά του. Τὸν βλέπομε ἀκατάλυτο, αἰώνιο ἐμπρός μας. Τὴ δραματικὴ πνοή, ποὺ τὸν ζωντάνεψε, ἀκόμη τὴ νιώθομε στὸ πρόσωπό μας. Δὲν ἔχει τίποτε μὲ τὴν παράδοση καὶ τὴ ρουτίνα, μὲ τὴν ἥσυχη συναναστροφὴ τῶν ἁγίων τῶν ἄλλων ζωγράφων. Ἐδῶ μέσα εἶναι συμπυκνωμένη μιὰ θύελλα ψυχική. ῾Η ἀμφιβολία, ἡ ἀβεβαιότης, ἡ ντροπή, ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ δυσπιστία, ἡ ἀγανάκτηση, ἡ φρίκη, ἡ ὁρμὴ γιὰ ἐκδίκηση, γεμίζουν μὲ τὸν ἠλεκτρισμό τους τὴν ἀτμόσφαιρα. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ κατόρθωσε ὁ καλλιτέχνης μὲ τί; Μὲ ἕνα ἐκφραστικὸ μέσο σχεδὸν λησμονημένο, περιφρονημένο, τὸ χέρι. Λένε γιὰ τοὺς τυφλούς, πὼς ἔχουν τὰ μάτια τους στὰ δάχτυλά τους· ἐδῶ οἱ Ἀπόστολοι ἔχουν στὰ χέρια τους τὴ φωνή τους. Ὁ σοφὸς Γερμανὸς ἀνθρωπολόγος Κάρολος Κάρους στὴν περίεργη « Συμβολικὴ τοῦ ἀνθρωπίνου κορμιοῦ » ξεχωρίζει τέσσερες κατηγορίες χέρια: χέρια στοιχειώδη – ζωώδη, χέρια κινητήρια, χέρια λεπτοαπτικὰ ἢ εὐαισθητικὰ σὰν τὰ γυναικεῖα, καὶ χέρια ψυχικά. Ψυχικὰ χέρια εἶν’ αὐτὰ ἐδῶ, ποὺ ἀνοίγουν τὴν ψυχὴ καὶ δείχνουν τὸ βυθό της. Λένε τὴ συγκίνησή τους σ’ ὅλη τὴν ψυχικὴ σκάλα, ἀπὸ τὸ ψιθύρισμα τοῦ πόνου ὡς τὸ ξέσπασμα τοῦ σπαραγμοῦ. Κι ὅπως ὁ καλλιτέχνης βρῆκε στοὺς δρόμους, στὰ χέρια τοῦ λαοῦ τὸ ἐκφραστικὸ ὑλικό του, φαντάζομαι τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο σὰ μιὰ μεγάλη συμφωνία ἐμπνευσμένη ἀπὸ λαϊκὰ μοτίβα, μὲ τόνους μελωδικοὺς γεμάτους δάκρυα καὶ πίστη, μιὰ πολύφθογγη κατανυκτικὴ ἀρμονία, ποὺ νὰ κλαίη συγκρατημένα ἢ φωναχτά, ποὺ νάχη μέσα της καὶ στεναγμὸ καὶ βογγητὸ καὶ πνιγμένο λυγμὸ καὶ σιωπηλὸ θρῆνο καὶ ὀλοφυρμὸ καὶ κραυγὴ φρίκης κι ὅλα αῦτὰ ν’ ἀνεβαίνουν εὐλαβητικὰ ψηλά, ὅλο πιὸ ψηλά, ὡς τὴν αἰθέρια γαλήνη τοῦ Θεανθρώπου!
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία.