Δὲ καρτερῶ τὸ θάνατο, εἶνε βαριὰ ἡ ψυχή μου.
Δέ μου ταιριάζει ἀγέρωχα νὰ σβήσω, ξαφνικά.
Μ᾿ ἔδεσε ἡ μνήμη στὸ ἅρμα της καὶ μὲ τὴν ταραχή μου
ξυπνοῦν ὅλα ποὺ νόμιζα πὼς πέθαναν γλυκά.
Ξυπνοῦνε τόσο ἀγνώριστα στοῦ μαρτυρίου τὴν ὥρα.
Κ᾿ ἡ παιδικά μου ἁγνότητα, ποὺ ἔσκυβα στὄνειρό της
νοσταλγικὴ καὶ τρυφερή, μὲ παραστέκει τώρα
ἐφιαλτικὴ σὰ νάφταιξα κάποτε στὸν καιρό της.
Μὲ σέρνει ἡ μνήμη μου παντοῦ καὶ δὲν ἀναγνωρίζω
τὸ ὅ,τι ἔζησα- ἡ κατάρα μου τὸ ἐρείπωσε. Περνῶ
καὶ δὲν τολμῶ τὰ χέρια μου νὰ ὑψώσω, μὰ δακρίζω
καὶ κρύβω καὶ τὸ δάκρι μου, μάταιο καὶ ταπεινό.
Θαρθῆ κάποτε ὁ θάνατος, ὅταν φριχτὰ ἡ ψυχή μου
θὰ λοιώση ὅλο τὸ σῶμα μου στὸν ἴδιο της καημό,
θαρθῆ τότε τὴν πρόσκαιρη ν᾿ ἀλλάξη φυλακή μου
σ᾿ ἄλλο μαρτύριο αἰώνιο καὶ σ᾿ ἄλλο παιδεμό.
Pingback