Είδα στο ρολόι του μικρού σταθμού ότι ήταν περασμένες έντεκα. Έφτασα με τα πόδια στο ξενοδοχείο. Ένιωσα, όπως άλλες φορές, την εγκατάλειψη και την ανακούφιση που μας γεννούν οι πολύ γνώριμοι χώροι. Η μεγάλη εξώπορτα ήταν ανοιχτή∙ το κτίριο στο σκοτάδι.
Μπήκα στον προθάλαμο που οι ωχροί του καθρέφτες επαναλάμβαναν τα φυτά της σάλας. Ο ιδιοκτήτης δεν με αναγνώρισε – πράγμα περίεργο – και μου έδειξε το βιβλίο του ξενοδοχείου. Έπιασα την πένα που ήταν δεμένη στο γραφείο, τη βούτηξα στο μπρούτζινο μελανοδοχείο, κι όταν την πλησίασα στο ανοιχτό βιβλίο δέχτηκα την πρώτη από τις πολλές εκπλήξεις που μου επιφύλασσε εκείνη η νύχτα. Το όνομά μου, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ήταν ήδη γραμμένο και το μελάνι δεν είχε στεγνώσει ακόμη.
Ο ιδιοκτήτης μου είπε: «Νόμιζα πως είχατε ήδη ανεβεί».
Έπειτα με κοίταξε καλά και διόρθωσε: «Με συγχωρείτε. Ο άλλος σας μοιάζει πολύ, αλλά εσείς είστε πιο νέος». Τον ρώτησα: «Σε ποιο δωμάτιο είναι;»
«Ζήτησε το 19», μου αποκρίθηκε.
Ήταν αυτό που φοβόμουν.
Άφησα την πένα κι ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες. Το 19 ήταν στον δεύτερο όροφο κι έβλεπε σε μια φτωχή και παραμελημένη εσωτερική αυλή, στην οποία υπήρχαν μια βεράντα και, θυμάμαι, ένα παγκάκι. Ήταν το πιο απόμερο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Άνοιξα την πόρτα, που υποχώρησε. Δεν είχαν σβήσει το πολύφωτο. Με αναγνώρισα κάτω από το ανελέητο φως. Ξαπλωμένος στο μικρό σιδερένιο κρεβάτι, πιο γερασμένος, αδύνατος και πολύ ωχρός, ήμουν εγώ, με τα μάτια χαμένα στους γύψινους μαιάνδρους του ταβανιού. Μου έφτασε η φωνή. Δεν ήταν ακριβώς η δική μου. Ήταν εκείνη που ακούω συνήθως στις ηχογραφήσεις μου, άχαρη και
χωρίς αποχρώσεις.
«Τι περίεργο», έλεγε. «Είμαστε δύο και είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Όμως τίποτε δεν είναι παράξενο στα όνειρα». Ρώτησα τρομαγμένος: «Όλα αυτά είναι λοιπόν ένα όνειρο;»
«Είναι – είμαι βέβαιος – το τελευταίο μου όνειρο».
Έδειξε με το χέρι του το άδειο φιαλίδιο πάνω στο μάρμαρο του κομοδίνου.
«Εσύ όμως θα έχεις πολλά να ονειρευτείς πριν φτάσεις σ’ αυτή τη νύχτα. Ποια ημερομηνία είσαι;»
«Δεν ξέρω ακριβώς», είπα ταραγμένος. «Εχθές έκλεισα τα εξήντα ένα».
«Όταν η αγρυπνία σου θα φτάσει σ’ αυτή τη νύχτα θα έχεις κλείσει εχθές τα ογδόντα τέσσερα. Σήμερα είναι 25 Αυγούστου 1983».
«Θα πρέπει να περιμένω τόσα χρόνια», μουρμούρισα.
«Εμένα δε μου λείπει πια τίποτε», είπε απότομα. «Μπορώ να πεθάνω οποιαδήποτε στιγμή, μπορώ να χαθώ σ’ αυτό που δεν γνωρίζω, και συνεχίζω να ονειρεύομαι τον άλλο μου εαυτό. Το τετριμμένο θέμα που μου έδωσαν οι καθρέφτες και ο Στίβενσον».
Αισθάνθηκα πως η ανάκληση του Στίβενσον ήταν ένας αποχαιρετισμός κι όχι μια σχολαστική αναφορά. Εγώ ήμουν εκείνος και καταλάβαινα. Δεν αρκούν οι πιο δραματικές στιγμές για να γίνεις Σαίξπηρ και να βρίσκεις φράσεις αξιομνημόνευτες.
Για να τον διασκεδάσω του είπα: «Ήξερα πως θα σου συνέβαινε. Ακριβώς εδώ, πριν από πολλά χρόνια, σ’ ένα από τα δωμάτια του κάτω πατώματος, αρχίσαμε το πρώτο σχέδιο της ιστορίας αυτής της αυτοκτονίας».
«Ναι», αποκρίθηκε αργά, σαν να συγκέντρωνε αναμνήσεις.
«Όμως δεν βλέπω τη σχέση. Σ’ εκείνο το σχέδιο, εγώ είχα πάρει ένα εισιτήριο για το Αντρογκέ, και στο ξενοδοχείο «Las Delicias» είχα ανεβεί στο δωμάτιο 19, το πιο απομονωμένο. Εκεί αυτοκτόνησα».
«Γι’ αυτό είμαι εδώ», είπα.
«Εδώ; Είμαστε πάντα εδώ. Εδώ σε ονειρεύομαι στο σπίτι της οδού Μαϊπού. Εδώ πηγαίνω τώρα στο δωμάτιο που ήταν της μητέρας».
«Που ήταν της μητέρας», επανέλαβα, χωρίς να θέλω να καταλάβω. «Εγώ σε ονειρεύομαι στο δωμάτιο 19, στο επάνω πάτωμα».
«Ποιος ονειρεύεται ποιον; Εγώ ξέρω πως σε ονειρεύομαι, όμως δεν ξέρω αν εσύ με ονειρεύεσαι. Το ξενοδοχείο του Αντρογκέ κατεδαφίστηκε πριν από χρόνια. Είκοσι, ίσως τριάντα. Ποιος ξέρει;»
«Αυτός που ονειρεύεται είμαι εγώ», απάντησα μ’ έναν κάπως προκλητικό τόνο.
«Δεν καταλαβαίνεις πως το σημαντικό είναι να βρούμε αν είναι ένας μόνο που ονειρεύεται ή δυο που ονειρεύονται».
«Εγώ είμαι ο Μπόρχες που είδε τ’ όνομά του στο βιβλίο του ξενοδοχείου και ανέβηκε».
«Ο Μπόρχες είμαι εγώ που πεθαίνω στην οδό Μαϊπού».
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Ο άλλος μου είπε:
«Ας κάνουμε μια δοκιμή. Ποια ήταν η φοβερότερη στιγμή της ζωής μας;»
Έσκυψα πάνω του και μιλήσαμε ταυτόχρονα. Ξέρω πως λέγαμε ψέματα και οι δύο. Ένα λεπτό χαμόγελο φώτισε το γερασμένο του πρόσωπο. Ένιωσα πως εκείνο το χαμόγελο αντανακλούσε κατά κάποιον τρόπο το δικό μου.
«Είπαμε ψέματα», ψιθύρισε, «γιατί νιώθουμε δύο κι όχι ένας. Η αλήθεια είναι πως είμαστε δύο και πως είμαστε ένας».
Αυτή η συζήτηση με εκνεύριζε. Του το είπα. Πρόσθεσα: «Κι εσύ που βρίσκεσαι στο 1983, δεν θα μου αποκαλύψεις τίποτε για τα χρόνια που μου απομένουν;»
«Τι μπορώ να σου πω, φτωχέ μου Μπόρχες; Θα ξαναζήσεις τις δυστυχίες στις οποίες είσαι συνηθισμένος. Θ’ απομείνεις μόνος σ’ αυτό το σπίτι. Θα ψηλαφήσεις τα χωρίς γράμματα βιβλία και το μετάλλιο του Σβέντεμποργκ και τον ξύλινο δίσκο με τον Ομοσπονδιακό Σταυρό. Το να είσαι τυφλός δεν είναι σκοτάδι. Είναι μια μορφή μοναξιάς. Θα επιστρέψεις στην Ισλανδία».
«Ισλανδία! Ισλανδία των θαλασσών!»
«Στη Ρώμη θα επαναλάβεις του στίχους του Κήτς, που τα’ όνομά του, όπως το όνομα όλων, γράφτηκε στο νερό».
«Δεν έχω πάει ποτέ στη Ρώμη».
«Υπάρχουν κι άλλα ακόμη. Θα γράψεις το καλύτερό μας ποίημα, που θα είναι ένα ελεγείο».
«Στο θάνατο της…» είπα. Δεν τόλμησα να προφέρω το όνομα.
«Όχι. Αυτή θα ζήσει περισσότερο από σένα».
Μείναμε σιωπηλοί. Συνέχισε:
«Θα γράψεις το βιβλίο που ονειρευόμαστε τόσο καιρό. Γύρω στο 1979 θα αντιληφθείς πως το υποτιθέμενο έργο σου δεν είναι παρά μια σειρά από σχέδια, από σύμμεικτα σχέδια, και θα υποκύψεις στον ματαιόδοξο πειρασμό και στη δεισιδαιμονία να γράψεις το μεγάλο σου βιβλίο∙ στη δεισιδαιμονία που μας ανάγκασε να υποστούμε τον Φάουστ του Γκαίτε, τη Σαλαμπώ, τον Οδυσσέα. Έχω γεμίσει – ποιος να το πίστευε, πολλές σελίδες».
«Και τελικά κατάλαβες πως απέτυχες».
«Κάτι χειρότερο. Κατάλαβα πως ήταν ένα αριστούργημα, με την πιο καταπιεστική σημασία της λέξεως. Οι καλές μου προθέσεις δεν πήγανε πέρα από τις πρώτες σελίδες. Στις άλλες υπήρχαν οι λαβύρινθοι, τα στιλέτα, ο άνθρωπος που πιστεύει πως είναι μια εικόνα της φαντασίας, η αντανάκλαση του καθρέφτη που θεωρείται αληθινή, η τίγρη της νύχτας, οι μάχες που τελειώνουν με το αίμα, ο Χουάν Μουράνια τυφλός και μοιραίος, η φωνή του Μασεδόνιο, το πλοίο το φτιαγμένο με τα νύχια των νεκρών, η αρχαία αγγλική γλώσσα που ακουγόταν μέρες και μέρες».
«Αυτό το μουσείο μου είναι οικείο», παρατήρησα όχι χωρίς ειρωνεία.
«Κι έπειτα οι απατηλές αναμνήσεις, το διπλό παιχνίδι των συμβόλων, οι μακρές απαριθμήσεις, η πεζογραφική δεξιοτεχνία, οι ατελείς συμμετρίες που οι κριτικοί τις ανακαλύπτουν με χαρά, οι όχι πάντοτε απόκρυφες αναφορές».
«Το έχεις δημοσιεύσει αυτό το βιβλίο;»
«Είχα ερωτοτροπήσει, χωρίς τελικά να υποκύψω, με τη μελοδραματική απόφαση να το καταστρέψω, ίσως να το κάψω. Κατέληξα να το δημοσιεύσω στη Μαδρίτη με ψευδώνυμο. Έγινε λόγος για έναν χυδαίο μιμητή του Μπόρχες, που είχε το μειονέκτημα ότι δεν ήταν ο Μπόρχες και ότι επαναλάμβανε τα εξωτερικά στοιχεία του προτύπου».
«Δεν με εκπλήττει», είπα. «Ο κάθε συγγραφέας γίνεται τελικά ο πιο αδύνατος μαθητής του εαυτού του».
«Το βιβλίο εκείνο ήταν ένα από τους δρόμους που με οδήγησαν σ’ αυτή τη νύχτα. Όσο για τους άλλους… Η ταπείνωση των γηρατειών, η σκέψη ότι έχεις ήδη ζήσει όλες τις μέρες…».
«Δε θα το γράψω αυτό το βιβλίο», είπα.
«Θα το γράψεις. Τα λόγια μου, που τώρα είναι το παρόν, δεν θα ‘ναι παρά η ανάμνηση ενός ονείρου».
Μ’ ενοχλούσε ο δογματικός του τόνος, χωρίς αμφιβολία ο ίδιος που χρησιμοποιώ στις παραδόσεις μου. Μ’ ενοχλούσε που μοιάζαμε τόσο και που επωφελούνταν από την ατιμωρησία που του έδινε το άγγιγμα του θανάτου. Για να εξισορροπήσω την κατάσταση, του είπα:
«Είσαι βέβαιος πως στα αλήθεια πρόκειται να πεθάνεις;»
«Ναι», απάντησε. «Αισθάνομαι μια γλύκα και μιαν ανακούφιση που δεν την είχα νιώσει ποτέ. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Όλες οι λέξεις ανάμεσα σε δυο ανθρώπους απαιτούν μια κοινή εμπειρία. Γιατί αυτά που λέω φαίνονται να σ’ ενοχλούν τόσο;»
«Γιατί μοιάζουμε πολύ. Μισώ το πρόσωπό σου που είναι η γελοιογραφία μου, μισώ τη φωνή σου που είναι παρωδία της φωνής μου, μισώ τη θλιβερή σου σύνταξη που είναι η δική μου».
«Κι εγώ το ίδιο», είπε ο άλλος. «Γι’ αυτό αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω».
Ένα πουλί κελάηδησε στο δρόμο.
«Είναι το τελευταίο», είπε.
Με μια χειρονομία του με κάλεσε κοντά μου. Το χέρι του ζήτησε το δικό μου. Οπισθοχώρησα, γιατί φοβήθηκα πως τα δυο χέρια θα συγχωνεύονταν. Μου είπε:
«Οι Στωικοί διδάσκουν πως δεν πρέπει να παραπονιόμαστε για τη ζωή: η πόρτα της φυλακής είναι ανοιχτή. Σκεφτόμουν πάντοτε μ’ αυτό τον τρόπο, όμως η νωθρότητα και η δειλία μ’ έκαναν ν’ αναβάλλω. Πριν από δέκα μέρες έδινα μια διάλεξη στη Λα Πλάτα για το έκτο βιβλίο της Αινειάδας. Ξαφνικά, καθώς απάγγελλα έναν εξάμετρο, κατάλαβα ποιος ήταν ο δρόμος μου. Πήρα αυτή την απόφαση. Από εκείνη τη στιγμή νιώθω άτρωτος. Η τύχη μου θα είναι η δική σου, θα δεχτείς τη στιφή αποκάλυψη διαβάζοντας τα λατινικά του Βιργιλίου, και θα έχεις κιόλας εντελώς ξεχάσει αυτόν τον περίεργο και προφητικό διάλογο, που διαδραματίζεται σε δύο χρόνους και σε δύο χώρους. Όταν θα έρθει η ώρα να τον ονειρευτείς, θα είσαι αυτός που είμαι και θα γίνεις εσύ τ’ όνειρό μου».
«Δεν θα τον ξεχάσω, κι αύριο θα τον γράψω».
«Θα μείνει στα βάθη της μνήμης σου, κάτω από την παλίρροια των ονείρων. Όταν θα τον γράψεις θα πιστέψεις πως έχεις εφεύρει ένα φανταστικό διήγημα. Δεν θα γίνει αύριο, σου μένουν πολλά χρόνια ακόμη».
Έπαψε να μιλάει. Κατάλαβα πως ήταν νεκρός. Κατά κάποιον τρόπο πέθαινα κι εγώ μαζί του. Έσκυψα με αγωνία στο προσκεφάλι. Δεν υπήρχε πια κανείς. Έφυγα από το δωμάτιο. Έξω δεν υπήρχε η αυλή, ούτε οι μαρμάρινες σκάλες, ούτε το μεγάλο σιωπηλό σπίτι, ούτε οι ευκάλυπτοι, ούτε τ’ αγάλματα, ούτε η κληματαριά, ούτε το σιντριβάνι, ούτε το κιγκλίδωμα του κτιρίου του Αντρογκέ. Έξω με περίμεναν άλλα όνειρα.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Χάρτης, τεύχος 8, Οκτώβριος 1983
Μετάφραση: Νάσος Βαγενάς