Γιατί, βλέπεις, είναι τόσο λίγο αυτό που περνάει από το χέρι μας. Γεννιόμαστε και προσπαθούμε και δεν ξέρουμε γιατί, μόνο συνεχίζουμε να προσπαθούμε και γεννιόμαστε ταυτόχρονα μ’ ένα σωρό άλλους, όλοι μαζί ένα κουβάρι, και είναι σαν να προσπαθούμε, σαν να πρέπει να κουνάμε χέρια και πόδια με νήματα, μόνο που με τα ίδια νήματα είναι δεμένα κι όλα τα άλλα χέρια και πόδια και όλοι οι άλλοι προσπαθούν επίσης και ούτε αυτοί ξέρουν γιατί, παρά μόνο ότι τα νήματα τούς εμποδίζουν σαν να έχεις πέντ’ έξι ἀνθρώπους κι όλοι μαζὶ να προσπαθούν να ϕτιάξουν ένα χαλί στον ίδιο αργαλειό μόνο που ο καθένας θέλει να υϕάνει το δικό του σχέδιο και δεν γίνεται να έχει σημασία, το ξέρεις αυτό, αλλιώς. Εκείνοι που έστησαν τον αργαλειό θα είχαν οργανώσει το πράγμα κάπως καλύτερα από την άλλη όμως πρέπει να έχει σημασία γιατί δεν σταματάς να προσπαθείς ή αναγκάζεσαι να μην σταματάς να προσπαθείς και μετά ξάϕνου όλα τελειώνουν και το μόνο που σου απομένει είναι ένα κομμάτι βράχος με κάτι ορνιθοσκαλίσματα επάνω, εϕόσον βέβαια υπάρχει και κάποιος να θυμηθεί να σκαλίσει το μάρμαρο και να το τοποθετήσει ή έχει τον χρόνο να το κάνει, και να τρώει όλη τη βροχή κι όλον τον ήλιο και μετά απὸ λίγο κανείς δεν θυμάται ούτε το όνομα ούτε και τί ήθελαν να πουν τα ορνιθοσκαλίσματα, κι εξάλλου δεν έχει και σημασία.
*********************************************
Έτσι δεν ήξερε καν πως υπήρχε μια χώρα όλη χωρισμένη και κανονισμένη και παστρικιά μ’ ένα κόσμο που ζούσε εκεί όλος χωρισμένος και κανονισμένος και παστρικός σύμφωνα με το χρώμα που τύχαινε να ’χει το πετσί τους ή το τι τύχαινε να τους ανήκει, κι όπου ορισμένοι λίγοι όχι μόνο είχαν εξουσία ζωής και θανάτου κι ανταλλαγής και πώλησης πάνω σε άλλους, μα είχαν ζωντανούς ανθρώπους που τους παρείχαν τις ατελείωτες επαναλαμβανόμενες προσωπικές υπηρεσίες, όπως το να τους σερβίρουν και το ουίσκυ απ’ το κανάτι και να τους βάζουν το ποτήρι στο χέρι ή να τους βγάζουν τις μπότες για να πλαγιάσουν, που όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους απ’ την αρχή του καιρού και θα ’πρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους ώσπου να πεθάνουν και που σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δεν άρεσε ούτε πρόκειται ν’ αρέσει να κάνει, μα που κανένας άνθρωπος που γνώριζε εκείνος δεν είχε ποτέ σκεφτεί ν’ αποφύγει όπως δεν είχε σκεφτεί ν’ αποφύγει τον κόπο του να μασάει και να καταπίνει και ν’ ανασαίνει. Όταν ήταν παιδάκι δεν πρόσεχε τις αόριστες και συγκεχυμένες αφηγήσεις για τα μεγαλεία του Τάιντγουώτερ που ’φταναν ακόμα και μέχρι τα βουνά του γιατί τότε δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσαν οι άνθρωποι που μιλούσαν γι’ αυτά, κι όταν έγινε πιο μεγάλο αγόρι δεν τις πρόσεχε γιατί δεν υπήρχε τίποτα γύρω του για να συγκρίνει μ’ αυτό και να μετρήσει τις αφηγήσεις και να δώσει έτσι ζωή και νόημα στις λέξεις, και καμιά περίπτωση να καταλάβει ποτέ τι σήμαιναν γιατί ήταν πολύ απασχολημένος κάνοντας τα όσα κάνουν τ’ αγόρια κι όταν έγινε έφηβος κι η περιέργεια ξέθαψε εκείνη τις ιστορίες που αυτός δεν ήξερε πως είχε ακούσει και σκεφτεί, ενδιαφέρθηκε και θα ’θελε κάποτε να δει τους τόπους, αλλά χωρίς φθόνο ή στενοχώρια, γιατί πίστευε απλά πως μερικοί γεννιούνται πλούσιοι (τυχεροί, ίσως να ’λεγε) κι άλλοι όχι, και πως (έτσι είπε του Παππού) οι ίδιοι οι άνθρωποι δε μπορούν να διαλέξουν και πολύ λιγότερο να στενοχωριούνται γιατί ούτε μια φορά δεν του ’χε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα πως κάποιος θα ’παιρνε ένα τέτοιο τυχαίο γεγονός σαν εξουσιοδότηση ή άδεια να περιφρονεί τους άλλους, τους όποιους άλλους. Έτσι σχεδόν δεν είχε ακούσει για ένα τέτοιο κόσμο μέχρι που έπεσε σ’ αυτόν.