Κάποιος ἀναζητοῦσε τὶς ἡμέρες αὐτὲς τὴν Ἀλήθεια καὶ δὲν τὴν εὕρισκε.
— Μήπως τὴν εἴδατε πουθενά; μ’ ἐρώτησε.
— Ἔχω χρόνια νὰ τὴ δῶ… τοῦ εἶπα. Κυττᾶχτε ὅμως καὶ παραπέρα. Ἴσως νὰ τὴ βρῆτε.
— Καὶ ποῦ φανταζόσαστε πὼς μπορῶ νὰ τὴ βρῶ;
— Ἴσως στὴ Μύκονο, ἴσως στὶς Σπέτσες. Ἐκεῖ, ὅπως διαβάζω στὶς ἐφημερίδες, ἡ γύμνια παίρνει καὶ δίνει. Τί παίρνει καὶ τί δίνει δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ σᾶς πληροφορήσω ἀκριβῶς. Ὅλες ὅμως οἱ γυναῖκες ἐκεῖ φαίνεται πὼς τριγυρνοῦν γυμνές, ὄχι μονάχα στὶς ἀμμουδιὲς τῶν λουτρῶν, ἀλλὰ καὶ στὰ δρομαλάκια τῶν νησιῶν, ποὺ θυμίζουν, μὲ τὰ κλεισμένα τους παράθυρα, —κλεισμένα ἀπὸ τὴν τρομοκρατημένη ἠθικὴ τῶν ἀγαθῶν νησιωτῶν—, τὸ θρυλικὸ πέρασμα τῆς Μόνα Βάνας. Ἴσως νὰ τὴ βρῆτε ἐκεῖ.
— Μὰ τί γυρεύει ἐκεῖ, μ’ ἐρώτησε ὁ ἄγνωστος, ἡ σεμνὴ Ἀλήθεια;
— Ὅπως ξέρετε, τοῦ θύμισα, ἡ Ἀλήθεια εἶχε τὸ ὡραῖο θάρρος, ὅπως λένε, νὰ παρουσιάζεται γυμνή, πρὶν ἀποχτήσουν τὸ θάρρος τῆς γύμνιας οἱ ἄλλες γυναῖκες. Καὶ φαίνεται πὼς δὲν ἐσκανδάλιζε κανένα. Γιατὶ καὶ οἱ πιὸ ἄκρατοι ἠθικολόγοι ἀκόμα τὴν ἤθελαν γυμνή. Δὲν εἶναι καθόλου παράξενο λοιπὸν νὰ τὴ βρῆτε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες γυμνές γυναῖκες. Δὲν ἔχετε παρὰ νὰ ψάξετε καὶ νὰ ψηλαφήσετε. Κι’ ἂν σᾶς γίνῃ καμμιὰ παρατήρηση, ἐξηγῆστε τους πὼς γυρεύετε τὴν Ἀλήθεια. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς παρεξηγήσῃ. Ἔπειτα, δὲ θὰ εἴσαστε καὶ ὁ μόνος. Οἱ περισσότεροι ἄντρες ποὺ ψηλαφοῦν τούτη τὴ στιγμὴ τὰ γυμνὰ σώματα τῶν γυναικῶν στὰ ρόδινα ἀκρογιάλια, φαίνεται πὼς ψάχνουν κι’ αὐτοὶ νὰ βροῦνε τὴν Ἀλήθεια. Πηγαίνετε λοιπὸν κι’ ἐσεῖς.
Ὁ ἄγνωστος ἀκολούθησε τὴ συμβουλή μου. Ἐπῆρε τὸ βαπόρι καὶ πῆγε στὰ ὡραῖα νησιὰ τῆς γύμνιας, γυρεύοντας τὴν Ἀλήθεια. Ξαναγύρισε ὅμως ἀπογοητευμένος.
— Δὲν τὴ βρῆκα… μοῦ εἶπε. Ὅλες οἱ γυναῖκες ποὺ ἀπάντησα ἐκεῖ ἤτανε πάρα πολὺ ὄμορφες καὶ νέες, γιὰ νὰ εἶναι μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἡ Ἀλήθεια. Ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ὡραῖα ψέματα. Ἔφυγα λοιπὸν ἀπελπισμένος κι’ ἀπὸ κεῖ.
Καὶ ὁ ἄγνωστος ἐξακολούθησε νὰ γυρεύῃ τὴν Ἀλήθεια δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Τὸν εἶχα χάσει κάμποσες ἡμέρες. Προχθὲς ἡ τύχη τὸν ἔβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε εὐχαριστημένος, σὰν ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐπιτύχει τὸ σκοπό του.
— Τὴ βρήκατε; τὸν ρώτησα.
— Τὴ βρῆκα ἐπιτέλους… μοῦ ἀποκρίθηκε καὶ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ χαρά. Τὴ βρῆκα, ἀλλὰ δὲν ἤτανε γυμνή. Ἀπεναντίας. Φοροῦσε ἀπάνω της τοῦ κόσμου τὰ κουρέλια. Τὸ μόνο γυμνὸ μέρος τοῦ κορμιοῦ της ἤτανε ἡ μύτη της. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὴν κρύψῃ κι’ αὐτήν. Πῶς νὰ τὴ γνωρίσω; Δὲ θὰ τὴ γνώριζα ποτέ μου, ἂν δὲ μ’ ἐβεβαίωνε ἡ ἴδια πὼς εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
— Ἀπὸ πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά; τὴν ἐρώτησα σαστισμένος. Σὲ ἤξερα πάντα γυμνή.
— Λάθος κάνετε, κύριε… μοῦ ἀποκρίθηκε. Ποτέ μου δὲν παρουσιάστηκα γυμνὴ στὸν κόσμο.
— Ἀπὸ σεμνότητα;
— Ὄχι ἀπὸ σεμνότητα, κύριε. Ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Εἶμαι πάρα πολὺ ἄσχημη καὶ γριά, ὥστε νὰ παρουσιάζομαι γυμνὴ στὸν κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, ὅπως μὲ βλέπετε.
— Ὥστε ἡ φήμη τῆς περίφημης γύμνια σας;
— Πρόληψη, καθαρὴ πρόληψη, κύριε.
— Κ’ ἐκείνοι ποὺ καυχιοῦνται, πῶς σᾶς παρουσιάζουν γυμνή;
— Ἀπατοῦν τὸν κόσμο, ἁπλούστατα. Ποτὲ κανένας δὲ μ’ ἐπαρουσίασε γυμνή. Μονάχα ἡ Ψευτιὰ παρουσιάζεται γυμνή. Γιατὶ ἡ Ψευτιὰ εἶναι πάντα ὡραία καὶ πάντα νέα.
Αὐτὰ μοῦ εἶπε ἡ Ἀλήθεια, κύριε. Καὶ μ’ ἐρώτησε νὰ τῆς πῶ τί θέλω ἀπ’ αὐτήν. «Θέλω, τῆς εἶπα, νὰ ἰδῶ κ’ ἐγὼ μιὰ φορὰ γυμνὴ τὴν Ἀλήθεια.» Καὶ τὴν παρακάλεσα νὰ γδυθῇ. Ἐστάθηκε ἀδύνατο νὰ τὴν πείσω. «Ποτὲ δὲ μὲ εἶδε γυμνὴ ἀνθρώπινο μάτι… μοῦ εἶπε. Ἄν μ’ ἔβλεπαν γυμνὴ οἱ ἄνθρωποι, δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ζήσω. Καὶ θὰ ἤτανε τὸ τέλος τοῦ κόσμου.»
Αὐτὴν τὴν καταπληκτικὴν ἀποκάλυψη μοῦ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος ποὺ γύρευε νὰ βρῇ τὴν Ἀλήθεια γυμνὴ καὶ τὴ βρῆκε ντυμένη, ἐξαφανισμένη μέσα στὰ πιὸ βαρειὰ καὶ ἀδιαφανῆ ροῦχα. Ἔτσι, μέσα στὴν θριαμβικὴν γύμνια τῆς ἐποχῆς μας, ἡ μόνη γυναίκα ποὺ ἀπόμεινε ντυμένη εἶναι, ὡς φαίνεται, ἡ Ἀλήθεια. Ἂς μὴ δοκιμάσῃ κανένας νὰ τὴ γδύσῃ. Θὰ πέσῃ νεκρὸς στὰ πόδια της.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, 1937