… Αυτές οι εκβολές των ματιών σου
πνιγμένες μες σε γαλανά συρματοπλέγματα
για να μην έρχονται ποτέ ως εμάς τ’ αγκάθια της λύπης σου
μα μόνο ο αχνός της λύπης που στεγνώνει
παρήγορα πάνω στο δέρμα σου – είχες ένα δέρμα
μυρουδιά κερήθρας
όταν καθίσαμε στην πιο σκληρή ακτή της ζωής μας.
Θυμάμαι, δεν σ’ άγγιξα, μα όπως μιλούσαμε, οι φωνές μας
εσφίχτηκαν σαν δυο μικρά παιδιά με τόση απελπισία
που τίποτε δε θα μπορέσει πια να τις χωρίσει.