Στις 7 Νοεμβρίου ο Έντγκαρ Πόε επρόκειτο να φυλακιστεί για χρέη του αδελφού του. Ξεπέφτει και γράφει πάλι στον Τζον Άλαν (πατριός του), να του δανείσει μερικά δολάρια. Του γράφει και η ίδια η Μαρία Κλεμ, εξηγώντας του γιατί ο Έντουαρτ χρειαζόταν τα λεφτά. Η ίδια με τις οικονομίες της είχε κατορθώσει να μαζέψει εξήντα δολάρια. Ο κύριος Άλαν γράφει τότε σε κάποιον γνωστό του στη Βαλτιμόρη να πληρώσει το χρέος του Πόε, ώστε ν’ αποφυλακιστεί. Αλλά ο κύριος Άλαν ξέχασε το γράμμα στο συρτάρι του μέσα, και όταν το κατάλαβε, είχε περάσει κάμποσος καιρός. Όπως και νάναι όμως, το χρέος πληρώθηκε και ο Έντγκαρ ξαλαφρώθηκε. Αλλά τα χάλια πλέον όλης της οικογένειας Κλεμ – Πόε είναι μεγάλα. Όσο και να εργάζεται η «αγία» Μαρία Κλεμ, δεν φτάνουν τα λεφτά για να ζήσουν. Τότε ο Έντγκαρ Πόε, μη βρίσκοντας άλλη δουλειά, αποφασίζει να γράψει ιστορίες. Αφήνει κατά μέρος τα ποιήματα, που μ’ αυτά δεν κέρδιζε κανείς δεκάρα.
Κλεισμένος τώρα στη σοφίτα του σπιτιού, στην ίδια όπου πέθανε ο αδελφός του, αρχίζει να γράφει τα διηγήματά του τα παράξενα. Και είναι μια μεγάλη, μια ιστορική ημερομηνία για την παγκόσμια φιλολογία η ημέρα αυτή, που κλεισμένος στο φτωχικό δωματιάκι του, ο Έντγκαρ Πόε γράφει τα πρώτα του διηγήματα. Σ’ αυτή τη μικρή σοφίτα γράφτηκαν τ’ αριστουργήματα «Μορέλα», «Λιτζέγια», «Βερενίκη», «Ο μαύρος γάτος» και άλλα. Σπάνια έβγαινε έξω. Πολλοί νόμιζαν στη γειτονιά πως ο ανεψιός της κυρίας Κλεμ είχε φύγει μετά το θάνατο του Ερρίκου. Και πράγματι, ο Έντγκαρ είχε «φύγει». Ζούσε πια στον πραγματικό κόσμο, το δικό του. Στον κόσμο του τρόμου, της αγωνίας, του θανάτου που έφερνε ασυνείδητα μέσα του από μικρό παιδί.
Απόσπασμα από το βιβλίο Ποτέ πια, της Λιλίκα Νάκου.
Μυθιστορηματική βιογραφία