Λένε πώς, oΙ λέξεις είναι οχήματα εικόνων. Αρχίζω τήν έρευνα παραθέτοντας λέξεις, ώστε νά ξέρουμε γιατί ακριβώς μιλάμε. Χρωστάμε τήν λέξη μπορντέλο στους ιταλούς, κι όχι στους γάλους, καθώς νομίζουν κάποιοι ανόητοι. Οι ιταλοί λένε bordello, οι γάλοι λένε bordel. Άλλα, καί στά τριεστίνικα τό μπορντέλο ονομάζεται bordel. Στά γαλικά ή μορφή bordel δέν φαίνεται νά πηγαίνει πιό πίσω άπό τόν ΧΙΙ αιώνα, καί έσήμαινε, τότε, σπιτόπουλο.
Οί γαλικοί τύποι borde (= καλύβι άπό σανίδες) καί bourdeau/bordeau ( = μπορντέλο) μοιάζει νά προήλθαν άπό τήν λέξη bord (αρχική σημασία: σανίδα) κι άπό τήν λέξη borda (= σπιτάκι υπηρέτριας κοντά σέ πύργο- πρωταρχικός τύπος ιδιωτικού μπορντέλου). Ή γαλική λέξη bordel (μέ τήν σύγχρονη σημασία) ξεκίνησε, προφανώς, άπό τήν Ιταλία. Στά ιταλικά βρίσκουμε τούς τύπους bordello (στά γενοβέζικα), bordelo (στά βενετσιάνικα) καί bordel (στά τριεστίνικα). Υπάρχει , βεβαίως, τό λατινικό bordellum, άλλά οί ιταλοί γλωσολόγοι μέ τήν σεμνότητα πού τούς διακρίνει- ανάγουν όλες αυτές τίς παραλλαγές στήν γερμανοκελτική. Όντως , τό κέλτικο bort (έξ ού τό γαλικό bord) έσήμαινε: σανίδα -καί, μεταφορικώς- τήν κάθε μεριά ενός σκάφους. Ώστε οί λέξεις bordello /bordel έδήλωναν, αρχικώς, ένα καλύβι έξω άπό τό χωριό (ή τήν πόλη), όπου, αργότερα, είχε τό δικαίωμα νά ζει έκεϊ μιά πόρνη.
Αυτά γιά τήν λέξη μπορντέλο. Στή γλώσα μας υπάρχει καί ή παράλληλη καί ταυτόσημη μορφή μπουρδέλο. Φρονώ ότι, ή λέξη μπουρδέλο προήλθεν άπό τό γενοβέζικο bordello. Οι λέξεις μπορντέλο I μπουρδέλο μας δίνουν τά επακόλουθα: μπορντελιάρης I μπσυρδελίάρης I μπουρδελόθιος (κατά τό καφενόβιος) I καθώς καί τά συνθετικά -μπουρδέλο· I -μπορντέλο- (π.χ. μπουρδελόσπιτο I μπουρδελο-γειτονιά / σκατομπορντέλο).
Πάμε παραπέρα. Γιά τόν οϊκο ανοχής, καί γενικότερα, γιά τήν σ τ έ γ η / στέγαση τοΰ αποκαλουμένου παρανόμου έρωτος διαθέτουμε πολλά συνόνυμα: πουτανόσπιτο I ρουφιανόσπιτο / παλιόσπιτο / πορνόσπιτο / κερχανές -ή- κερχανάς I πουταναριό I τά δημόσια I τά καλά τά σπίτια -ή. καί απλώς- mutt. Οί δημοσιογράφοι έλάνσαραν τήν λέξη διαφθορειον πού, γιά τήν ακρίβεια, σημαίνει: ρουφιανόσπιτο – κι όχι μπορντέλο. Άπό τήν αρχαία εποχή ξεκινούν οί λέξεις: πορνείον I πορνοβόσκειον I έργαστήριον I οίκημα I κασαυρεϊον I χαμαιτυπειον μερικές άπ’ αυτές χρησιμοποιούνται καί σήμερα. Ή λέξη πορνοστάσιον έχει μιάν επίσημη χροιά καί γιαυτό, πολύ νωρίς, πέρασε καί στήν λογοτεχνία (π.χ. τήν μεταχειρίστηκε ό μεταφραστής τής Γιάμας τοΰ Κουπρίν). Τά συνόνυμα οίκος απώλειας / οίκος διαφθοράς έχουν έκλησιαστικήν απαρχή, άφού ή έκλησΐα χαρακτηρίζεται ώς οίκος σωτηρίας. Ανάλογα είναι τά συνόνυμα: οίκος ανοχής I δυσώνυνος οίκος I κακόφημος οίκος.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, Το μπουρδέλο