Η φάουσα προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη φαγοῦσα, θηλυκή μετοχή του αορίστου φαγών, του ρήματος ἐσθίω = τρώω. Η φάουσα είναι συνώνυμο της λέξης φαγέδαινα έτσι σε πολλά μέρη της Ελλάδας μπορείς να την συναντήσει και μ’ αυτή την ονομασία.
“φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός”
Αισχύλος
Η λέξη αν και ακούγεται μέχρι σήμερα, έπαψε να χρησιμοποιείται με την πρωταρχική της σημασία εδώ και αρκετό καιρό. Η φάουσα ήταν το έλκος που διαβρώνει και σαπίζει τις σάρκες. Πιθανόν να οφειλόταν σε καρκίνο, σύφιλη, γάγγραινα ή σε πληγή με στοιχεία κακοήθειας.
“Ἡ αὐλή ἐστὶ τὸ μέγα κέντρον τῶν δεινῶν ἡμῶν, ἡ μεγάλη φαγέδαινα, ἡ διαχέουσα τοὺς καταστρεπτικοὺς αὑτῆς χυμοὺς εἰς τὸ σῶμα τῆς κοινωνίας”.
Κλέων Ραγκαβής
Στο λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος, από τον Πανταζή Κοντομίχη, την φάγουσα την καταπολεμούσαν με διάφορα ξόρκια, γιατροσόφια:
“Έπλεναν το πονεμένο μέρος καλά-καλά, με κόκκινη μάλλινη κλωστή εμποτισμένη στο ούζο, απαγγέλοντας συγχρόνως το ξόρκι: “Υπεραγία Θεοτόκε βογήθησε τον δούλον σου Τάδε από την φάγουσα και τούτο το πονίδι να ξεραθεί και να καταβρωθεί και να ξηλωθεί. Αγι Βασίλη – Άγι Νικόλα – Άγι Θωμά, να γιδεί εις υγείαν του.” Κατόπιν φυσούσαν με μικρό καλαμένιο μασούρι, τριμμένο βοτάνι, ειδικό για τη φάγουσα”.
Η σημασία της λέξης έχει ολισθήσει έτσι σήμερα σημαίνει πολλά πράγματα, άσχετα με την ασθένεια, εξαιρώντας το γεγονός πως παλαιότερα την χρησιμοποιούσαν και σαν κατάρα.
Παραδείγματα από Κύπρο
Φάουσα να φκάλεις.
Παλιότερα την χρησιμοποιούσαν σαν κατάρα, σήμερα σημαίνει σκάσε.
Η δασκάλα μου εν μιάλη (μεγάλη) φάουσα.
Εννοεί την μοχθηρή, την κακή γυναίκα αλλά και εκείνη που φωνάζει συνεχώς.
Το Mercedes που αγόρασε ο Κωστής έκατσε του μια φάουσα λίρες.
Εννοεί του κόστισε πολύ.
Φάουσα…. Πόσα τρίποντα εννά μας βάλει σήμερα τζιήνος.
Εννοεί κάτι ποσοτικό.