Ούτως ή άλλως δεν είχα κανένα τραγούδι στο ρεπερτόριο μου για το εμπορικό ραδιόφωνο. Τα τραγούδια για διεφθαρμένους λαθρέμπορους, ουίσκι, για μανάδες που πνίγουν τα ίδια τους τα παιδιά, για Cadillac που καίνε το γαλόνι στα πέντε μίλια, για πλημμύρες, για εμπρησμούς στα γραφεία των συνδικάτων, για το ζοφερό σκοτάδι και τα πτώματα στο βυθό ποταμών, δεν έκαναν για του φίλους του ραδιοφώνου. Τα folk τραγούδια που έλεγα εγώ δεν είχαν τίποτα ξένοιαστο. Δεν ήταν φιλικά και μελιστάλαχτα. Δεν ήταν σαν τα κύματα που γλείφουν απαλά την ακτή. Με λίγα λόγια, δεν ήταν εμπορικά. Κι όχι μόνο αυτό, το ύφος μου ήταν πολύ αλλοπρόσαλλο για να ταξινομηθεί στο ραδιόφωνο και για μένα τα τραγούδια ήταν πιο σημαντικά από την ανάλαφρη ψυχαγωγία. Ήταν ο δάσκαλος μου κι ο οδηγός μου σε μια διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας, σε μιαν άλλη πολιτεία, σε μια απελευθερωμένη πολιτεία. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο ιστορικός της μουσικής Greil Marcus θα την αποκαλούσε “αόρατη πολιτεία”.
Bob Dylan
Chronicles, Volume One
2004
Pingback