Ανήμερα του θανάτου του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, θα παρουσιάσουμε ένα σχετικά άγνωστο γεγονός που διαδραματίστηκε στις 08 Μαρτίου του 1957, δηλαδή 5 μέρες μετά τον θάνατο του Αυξεντίου.
Εκείνη την μέρα, στις 08 Μαρτίου του 1957, ένας άγνωστος ποιητής είχε στείλει για δημοσίευση το πιο κάτω ποίημα, με τίτλο “The Ballad of Gregory Afxentiou” (Η μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου), στην αγγλική εφημερίδα Tribune. Το εγχείρημα του αγνώστου ποιητή ήταν άκρως τολμηρό, κρίνοντας τις σχέσεις των Βρεττανών με την Κύπρο, την τότε εποχή, ασχέτως πως δημοσιεύθηκε ανώνυμα και κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος το είχε γράψει.
Το ποίημα, μετά την πρώτη του δημοσίευση, δημοσιεύθηκε στο Εγερτήριο Σάλπισμα, στο περιοδικό “Πυρσός του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου” αλλά και στην Times of Cyprus. Πέραν αυτού ανθολογήθηκε και αρκετές φορές από διάφορους συγγραφείς. Σήμερα βρίσκεται φωτοτυπημένο, με ελληνική μετάφραση στο μουσείο αγώνος, στη Λευκωσία. Η μετάφραση ανήκει στον ποιητή Α. Κ. Ιντιάνο.
GREGORY AFXENTIOU, the 29 -year old second -in-command to Colonel Grivas, the Eoka terrorist leader, fought 60 British troops today from a cave in the Troodos mountains. When the battle was over his body lay among flames…
The Governor of Cyprus, Sir Join Harding, has sent a message to the men of Duke of Wellington’s Regiment congratulating them on their success.
“The Times”, March 4, 1957.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο υπαρχηγός του Συνταγματάρχη Γρίβα, του τρομοκράτη αρχηγού της ΕΟΚΑ, ηλικίας 29 ετών, αγωνίστηκε ενάντια σε 60 Βρεττανούς στρατιώτες από μια σπηλιά στα βουνά του Τροόδους. Όταν τέλειωσεν η μάχη, το σώμα καιγόταν ανάμεσα σε φλόγες.
Ο Κυβερνήτης της Κύπρου, Σερ Τζών Χάρντιγκ έστειλε μήνυμα στους άντρες του Τάγματος του Δουκός του Γουέλλιγκτον συγχαίροντάς τους για την επιτυχία τους.
«Οι Τάιμς», 4 του Μάρτη, 1957
Come out, come out, young Gregory,
There’s gun all around your cave. The sun’s rising over the mountains And you’ve only one life to save.
Your price is paid, young Gregory While you sleep deep underground, For the man that brings the soldiers Shall have five thousand pound.
Can’t you hear their officer calling? He speaks your language plain So lift your hands and meet him. And you’ll see the sun again.
Five men lay down together, Five men last night were brave, But four went to the daylight, And one stayed in the cave.
You’re all alone, young Gregory, Your friends have gone from you, They chose a life in prison And you may choose it too.
Come in, come in, he shouted, For I am but one man, One man and his gun are waiting, Come fetch me if you can.
They are sixty in the daylight And on the dark within, But the one will not surrender And the sixty daren’t go in.
So the guns begin to crackle And fast the bullets fly And the sun young Gregory cannot see, Is noon — high in the sky.
You bleed, you bleed, young Gregory, Now come out without shame, A wounded man may save his life And there’ll none to blame.
But still young Gregory’s shooting And the soldiers have no rest And the hours pass in darkness And the sun goes to the west.
Machine-guns go to fetch him Grenades are next to try, Tear-gas is sent to blind him. The man who will not die.
Then the petrol barrels lumber Out of the soldiers’ sight And the bullets set them burning And the cave is blazing bright.
But still the gun is speaking And the sixty hear the one And the light is grey with evening And the battle is not done.
Now the engineers are busy They lay their charge and train, And the sixty men stand silent Who need not shoot again.
And dynamite and petrol Are piled among the rocks, For when the hounds are wearied All’s fair to kill a fox.
And the village on the hilltop Is shaken with the din, And when the cave is silent The sixty men go in.
Then the governor came to tell them How bravely they had done, For the regiment gained new honour When sixty men killed one.
But when brother speaks to brother And father to his son In the memory of his people Young Gregory lives on.
|
Έβγα, έβγα λεβέντη Γρηγόρη.
Τη σπηλιά σου περίζωσαν όπλα, Στις κορφές των βουνών βγαίνει ο ήλιος Μια ζωή μόνο μένει να σώσεις.
Η τιμή σου λεβέντη, επληρώθη, Βαθιά μεσ’ τη σπηλιά ενώ κοιμόσουν Λίρες πέντε χιλιάδες θα πάρει Όποιος έσυρε εκεί τους στρατιώτες.
Δεν ακούς σε καλεί ο αρχηγός των; Σου μιλεί καθαρά τη λαλιά σου, Με τα χέρια ψηλά σίμωσέ τον, Θα χαρείς το ηλιόφως και πάλι.
Πέντε άνδρες το βράδυ επλαγιάσαν, Χαμογίς πέντε άνδρες λεβέντες. Να χαρούν το ηλιόφως παν οι άλλοι, Στης σπηλιάς το σκοτάδι ένας μένει.
Μοναχός σου, Γρηγόρη μου, αγόρι∙ Οι σύντροφοί σου φύγαν μακρυά σου. Μια ζωή στα δεσμά επροτιμήσαν∙ Όμοια ζήση μπορείς και συ νάχεις.
Μπρος, ελάτε, τους φώναξε, ελάτε, Μοναχός είμαι τώρα δω πέρα, Με ντουφέκι ένας άνδρας προσμένει, Να με πιάσετε, ελάτε, αν μπορείτε.
Τριάντα να κι’ άλλοι τόσοι ειν’ απ’ έξω, Κι ένας μέσ’ στο σκοτάδι μονάχος, Μα ο ένας αρνείται να ενδώσει, Μέσα να ‘μπουν οι εξήντα τρομάζουν.
Να κροτούν τα ντουφέκια, έτσι αρχίζουν Και τα βόλια γοργόφτερα πάνε∙ Κι’ ο Γρηγόρης δεν μπορεί τον ήλιο Να χαρεί, που μεσούρανα εστάθη.
Οι πληγές σου αιμοστάζουν, Γρηγόρη, Κι’ αν βγεις έξω ντροπή πια δεν είναι Τη ζωή του μπορεί ο λαβωμένος Να τη σώσει, κανείς δε θα φταίξει.
Μα ο λεβέντης Γρηγόρης ακόμη, Πολεμά κι’ ο στρατός τον στενεύει. Και περνάνε οι άχαρες ώρες Κι’ ό γήλιος πηγαίνει να δύσει.
Με τ’ αυτόματα παν’ να τον πιάσουν. Του πετούν με τα χέρια τις βόμβες· Να τυφλώσουν τον άνδρα με δάκρυο- γόνα που δεν μπορούν να σκοτώσουν.
Τότε τρίζουν βαρέλια μπεζίνα, Πέραθε όπου ο στρατός δεν τα βλέπει∙ Και τούς δίνει φωτιά με τα βόλια, Και περίφλογος καίγεται ο σπήλιος.
Κελαδεί το ντουφέκι ωστόσο, Μοναχό του, τ’ ακούν οι εξήντα, Και στα γκρίζα ντυμένη η εσπέρα. Μα της μάχης ο βρόντος δεν παύει.
Του στρατού γυμνασμένοι άλλοι άνδρες Φτάνουν, βάζουν με τέχνη τις μίνιες Και βουβοί οι εξήντα άνδρες στέκουν∙ Να σκοπεύουν δεν είναι πια ανάγκη.
Δυναμίτες, μπενζίνα πλημμύρα, Στίβη εδώ, στίβη εκεί μεσ’ στους βράχους, Γιατί σαν λαχανιάσουν πια οι σκύλοι Μια αλεπού να σκοτώσουν ειν’ δίκαιο.
Το μικρό το χωριό τώρα σειέται Στου βουνού την κορφήν απ’ τον βρόντο∙ Μια κι ο σπήλιος σωπαίνει∙ οι εξήντα Μπορούν άφοβα πια να μπουν μέσα.
Κι ο στρατάρχης, σαν έφτασε τότε, Στο στρατό του λέει, μπράβο, αντρίκεια Δόξα αλήθεια κερδίσατε, εξήντα, Σεις, σκοτώνοντας έναν μονάχα.
Και μιλώντας αδέλφι, σ’ αδέλφι, Και γονιός στο παιδί του, σε αγγόνι Στου λαού του τη μνήμην αιώνια Θε να ζει ο λεβέντης Γρηγόρης.
|