Γνωρίζω κάποιον κύριο ποὺ ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ, παράξενα μιλεῖ κι ἕνα μονὸκλ φοράει,
γιατὶ, συχνάζει μ᾿ ἄσεμνες καὶ θλιβερὲς γυναῖκες
καὶ γιατὶ πάντα ὅτι τοῦ πεῖς αὐτὸς χαμογελάει.
Ποὺ στέκει ὧρες ἀμίλητος καὶ σὰν ἀφηρημένος,
καὶ ποὺ ὅταν, τί ἔχει τὸν ρωτοῦν οἱ φίλοι μ᾿ ἀπορία
αὐτὸς κυττάζοντας ἀλλοῦ ἀρχίζει νὰ διηγιέται
ἢ μίαν αἰσχρὴν ἢ μία πολὺ παράξενη ἱστορία.
Γιὰ μίαν ἑταίρα ὑστερικὴ ποὺ ζεῖ κι ὅλο πεθαίνει,
γιὰ ἕναν τρελλὸ ὅπου ζητάει νἅβρῃ τ᾿ ὄνειρό του,
γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη,
γιὰ μία γκριμάτσα τραγικὴ κάποιου χλωμοῦ Πιερρότου.
… Ξέρω ἕνα νέο ποὺ οἱ φίλοι του ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ γιὰ πράγματα πολὺ περίεργα μιλάει
κι ὅσες φορὲς πασχίζουνε νὰ τόνε συμβουλεύσουν
κυττᾶ μὲ περιφρόνηση καὶ θλιβερὰ γελάει …
*Δημοσιεύτηκε στὸ δεύτερο φύλλο τοῦ «Διανοούμενου», τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1929, στὴν σελίδα 8 με το όνομα ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑΣ

