Το «Missing My Son» είναι από εκείνες τις ιστορίες του Tom Waits που σε κάνουν να γελάς και να συγκινείσαι ταυτόχρονα. Κρυμμένο στο τέλος του άλμπουμ Orphans: Brawlers, Bawlers & Bastards, το κομμάτι μοιάζει περισσότερο με ένα παράδοξο θεατρικό μονόλογο παρά με τραγούδι. Ο Waits αφηγείται με την χαρακτηριστική του φωνή, μια συνάντηση σε σούπερ μάρκετ, όπου μια γυναίκα τον μπερδεύει με τον γιο της. Μέσα σε λίγα λεπτά, το καθημερινό γίνεται παράλογο, το θλιβερό αγγίζει το αστείο και το ανθρώπινο αποκτά μια παράξενη, γλυκόπικρη ομορφιά.
*************
Ήμουν στην ουρά του ταμείου στο σουπερμάρκετ τις προάλλες και… ξέρετε, είχα βάλει τα πράγματά μου στη μεταφορική ταινία του ταμείου και… να… ήταν μια τύπισσα εκεί, μπροστά μου, που… με κοίταζε επίμονα, σε σημείο που από αμηχανία άρχισα να κοιτάω αλλού, αλλά αυτή εκεί, επέμενε να κοιτάει… Τελικά, πλησιάζει προς το μέρος μου και μου λέει: «Συγνώμη που σε κοίταζα επίμονα, θα πρέπει να ήταν ενοχλητικό… Απλώς εσύ… να… μοιάζεις τόσο πολύ με το γιο μου που πέθανε. Τόσο πολύ… Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου…». Κι ανοίγει το πορτοφόλι της και βγάζει μια φωτογραφία του πεθαμένου γιού της. Και εεε… δε μου μοιάζει καθόλου, ούτε κατά διάνοια… Για την ακρίβεια είναι… ε… Κινέζος. Τέλος πάντων… Κουβεντιάσαμε λιγάκι και εεε… μου λέει: «Συγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι; Θα σε πείραζε καθώς θα φεύγω τώρα από το σουπερμάρκετ να με χαιρετήσεις και να μου πεις «γειά σου μαμά;». Ξέρω πως είναι παράξενο να σου ζητάω κάτι τέτοιο, μα πάει τόσος καιρός που έχω να ακούσω τον γιο μου να μου λέει: «γειά σου μαμά» και «θα τα πούμε»… Δεν ξέρεις τι θα σήμαινε αυτό για μένα… Γι’ αυτό αν δεν σε πειράζει…». Και λέω: «Ε, λοιπόν, τι να πω;… Εντάξει… βέβαια… Μπορώ να το πω αυτό…». Παίρνει λοιπόν όλες τις τσάντες με τα ψώνια της από το ταμείο και καθώς φτάνει στην πόρτα, με χαιρετάει και μου φωνάζει δυνατά: «Γεια σου παιδί μου!». Την κοιτάω και τη χαιρετάω κι εγώ, και απαντάω: «Γεια σου, μαμά». Και φεύγει. Φτάνω κι εγώ στην ταμία με τα λιγοστά μου πράγματα… και τα χτυπάει στη μηχανή και μου δίνει την απόδειξη λέγοντας: «Σύνολο 479 δολάρια κύριε». «Μα τι λέτε;» λέω, «πως είναι δυνατόν; Δείτε, έχω αυτήν την κονσέρβα τόνο, ένα μπουκάλι γάλα, μια μουστάρδα κι ένα ψωμί». «Ναι» μου απαντάει, «αλλά είναι και τα ψώνια της μητέρας σας στο λογαριασμό. Μου ‘πε ότι θα πληρώσετε εσείς για όλα…». Και λέω: «Για μισό λεπτό, δεν είναι μητέρα μου αυτή». Και μου λέει: «Το λέτε κύριε; Την άκουσα πολύ καλά να λέει φεύγοντας «γεια σου παιδί μου». Κι εσείς να της λέτε «γειά σου μαμά». Τι θέλετε να πείτε τώρα;». «Θεέ και Κύριε» λέω. Και τη βλέπω έξω στο πάρκινγκ να μπαίνει στο αυτοκίνητό της. Και τρέχω. Έκλεινε την πόρτα τη στιγμή εκείνη και μόνο το πόδι της εξείχε. Και την πιάνω από το πόδι κι αρχίζω να τραβάω… Μα αντιστεκόταν, τράβαγε και κι αυτή με δύναμη. Α, το δούλευε καλά εκείνο το πόδι… Τόσο καλά… όσο δουλεύω εγώ εσάς…
Μετάφραση: Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
Μέσα από το περιοδικό «Ο Φαρφουλάς», τεύχος 17 Μάιος 2014 και το αφιέρωμα στην «Αλητεία».
Φωτογραφία: Rob Verhorst/Redferns

